Το ένα τρίτο των παιδιών ηλικίας 5 με 7 ετών στη Βρετανία χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς επίβλεψη και το ένα τέταρτο από αυτά έχει smartphone, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα από τη βρετανική ρυθμιστική αρχή μέσων (Ofcom).
Αν και το 42% των γονιών απάντησε ότι χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαζί με τα παιδιά του, το 32% δήλωσε ότι τα παιδιά τα χρησιμοποιούν μόνα τους, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ofcom για τα παιδιά και τα μέσα ενημέρωσης.
Παράλληλα αυξήθηκε το ποσοστό των γονιών που επεσήμανε ότι θα επιτρέψει στα παιδιά του να αποκτήσουν προφίλ σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης προτού φτάσουν στην ηλικία που αυτό επιτρέπεται (στο 30% από 25% πέρυσι).
«Αν και η ανησυχία των γονιών σε κάποια θέματα έχει αυξηθεί πολύ, η εφαρμογή των κανόνων μοιάζει να έχει περιοριστεί, εν μέρει λόγω της παραίτησής τους, καθώς θεωρούν ότι δεν είναι σε θέση να παρέμβουν στη διαδικτυακή ζωή των παιδιών τους», υπογραμμίζει η Ofcom.
Την ώρα που η συζήτηση στη Βρετανία για τον τρόπο που θα πρέπει να ρυθμίζεται η πρόσβαση των παιδιών στις τεχνολογίες είναι έντονη, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τα παιδιά 5 με 7 ετών έχει αυξηθεί από πέρυσι – 38% έναντι 30%.
Αξιοσημείωτη αύξηση παρατηρείται στη χρήση του Whatsapp, του TikTok, του Instagram και του Discord, αλλά και των διαδικτυακών παιχνιδιών, με το 41% των παιδιών αυτής της ηλικίας να τα χρησιμοποιούν, έναντι 34% πέρυσι.
Περίπου το ένα τέταρτο των παιδιών ηλικίας 5 με 7 ετών έχουν smartphone, ενώ το 76% χρησιμοποιεί τάμπλετ.
Τα τρία τέταρτα των γονιών των παιδιών αυτής της ηλικιακής ομάδας που χρησιμοποιούν το ίντερνετ επεσήμανε ότι τους έχει μιλήσει για τη διαδικτυακή ασφάλεια (76%).
Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης ότι το ένα τρίτο των παιδιών ηλικίας 8 με 17 ετών έχει παρακολουθήσει στο διαδίκτυο ανησυχητικό ή βλαπτικό περιεχόμενο τους τελευταίους 12 μήνες, όμως μόνο το 20% των γονιών δήλωσε ότι τα παιδιά τους τους έχουν πει ότι είδαν κάτι που τα τρόμαξε ή τα ανησύχησε.
Τα κορίτσια είναι πιο εκτεθειμένα από τα αγόρια ίδιας ηλικίας σε βλαπτικές αλληλεπιδράσεις στο διαδίκτυο, είτε μέσω πλατφορμών μηνυμάτων (20% έναντι 14%) ή μέσω ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης (18% έναντι 13%).