Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την Kaspersky Lab και τη B2B International αποκάλυψε ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως τράπεζες και διάφοροι οργανισμοί πληρωμών, δυσκολεύονται να διαχειριστούν την ηλεκτρονική οικονομική απάτη στο σύγχρονο, πολύπλοκο και άρτια συνδεδεμένο τεχνολογικό τοπίο που υπάρχει σήμερα διαθέσιμο. Πάνω από το ένα τρίτο (38%) των οργανισμών παραδέχεται ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να διακρίνει μεταξύ μιας γνήσιας διαδικτυακής συναλλαγής ή μιας απάτης.
Η εκρηκτική ανάπτυξη των ηλεκτρονικών πληρωμών, σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και την μετατόπιση των επιχειρηματικών αναγκών, έχει εξαναγκάσει τις εταιρείες να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των επιχειρηματικών τους διαδικασιών τα τελευταία χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό έχει επιτευχθεί με την εφαρμογή συστημάτων ηλεκτρονικής ροής για την επικοινωνία και αλληλεπίδραση με προμηθευτές, πελάτες, κ.λπ. Οι ηλεκτρονικές πληρωμές, όλων των ειδών, αποτελούν πλέον ένα παγκόσμιο δεδομένο, συνεπώς είναι απολύτως αδύνατο για τις σύγχρονες επιχειρήσεις να αποφύγουν εντελώς οποιουδήποτε είδους ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Καθώς οι εταιρείες συνεχώς επενδύουν στις διαδικτυακές συναλλαγές ανακαλύπτοντας ολοένα και περισσότερο τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες ανάπτυξης που τους παρέχει η ψηφιακή εποχή, η διασφάλιση της αδιάλειπτης λειτουργίας τους και η προστασία από ψηφιακές απειλές αποτελούν προτεραιότητες ζωτικής σημασίας. Με τον αριθμό των online συναλλαγών συνεχώς να αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και με την ηλεκτρονική απάτη, όπως τονίζει το 50% των χρηματοοικονομικών εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα. Έχει, ως εκ τούτου, καταστεί σαφές ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις και τους πελάτες από τους συνεχώς εξελισσόμενους ψηφιακούς εγκληματίες.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 41% των επιχειρήσεων έχει εφαρμόσει μια «εσωτερική» λύση ψηφιακής ασφάλειας (in-house cybersecurity solution), ενώ το 45% βασίζεται σε παρεχόμενες λύσεις τρίτου φορέα από την τράπεζα για να μετριάσει τους κινδύνους. Παρόλα αυτά, μόλις το 46% των εταιρειών είτε έχει εφαρμόσει εν μέρει μόνο μια λύση ενάντια στην διαδικτυακή οικονομική απάτη, είτε δεν έχει εφαρμόσει απολύτως τίποτα. Μεταξύ των χρηματοοικονομικών οργανισμών, μόνο το 57% έχει ήδη εγκαταστήσει μια ειδική λύση ασφαλείας κατά των διαδικτυακών απειλών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ευρήματα, περίπου οι μισοί από τους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο τοπίο των ηλεκτρονικών πληρωμών χρησιμοποιούν μη-εξειδικευμένες λύσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, θεωρούνται αναξιόπιστες, ειδικά κατά των περιπτώσεων εξαπάτησης του συστήματος, καθώς παρουσιάζουν πολύ υψηλό ποσοστό λανθασμένων αποτελεσμάτων. Η αναποτελεσματική χρήση των συστημάτων ασφαλείας μπορεί επίσης να οδηγήσει στη φραγή των συναλλαγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόκλιση των πληρωμών μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια πελατών και τελικά κερδών. Πρόκειται λοιπόν για ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα για οποιαδήποτε επιχείρηση. Αλλά η ίδια η απάτη δεν είναι το αποκλειστικό πρόβλημα, καθώς τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα πρέπει να μειώσουν τον αριθμό των λανθασμένων συναγερμών στα συστήματά τους, ώστε να παρέχουν στους πελάτες τους την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση.
«Λαμβάνοντας υπόψη τον επιθετικό ανταγωνισμό στην αγορά των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών του σήμερα και την ακραία αποδιοργάνωση από μη παραδοσιακούς παρόχους, μια αξιόπιστη σχέση, μεταξύ των πελατών και των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της κάθε εταιρείας. Η αλληλεξάρτηση των ψηφιακών σχέσεων με τους υπόλοιπους παράγοντες της αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σημαίνει επίσης, ότι εάν κάποιος οργανισμός στην αξιακή αλυσίδα βιώσει κάποιο αρνητικό περιστατικό ψηφιακής ασφάλειας (που μπορεί να οφείλεται σε απάτη, παραβίαση, ψηφιακή επίθεση, κ.λπ.), η ζημία μπορεί γρήγορα να εξαπλωθεί και σε άλλους οργανισμούς της εν λόγω αλυσίδας παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Δεδομένου ότι ο ήδη υψηλός όγκος ζήτησης διαδικτυακών υπηρεσιών από τους πελάτες συνεχίζει να αναπτύσσεται ταχύτατα, όλες οι εταιρείες–των οποίων οι πελάτες έρχονται σε επαφή τόσο με ψηφιακές πλατφόρμες, διαδικτυακές υποδομές, παροχή δεδομένων όσο και με εργαζόμενους—θα πρέπει να αισθάνονται και να είναι ασφαλείς παρέχοντας υπηρεσίες εύκολες στη χρήση και κατάλληλα προετοιμασμένες. Ως εκ τούτου, είναι άκρως σημαντικό να χρησιμοποιούνται εξειδικευμένες λύσεις πρόληψης ενάντια σε περιπτώσεις απάτης ώστε να παρέχουν στους πελάτες τους την πιο άνετη και ασφαλέστερη εξυπηρέτηση», σχολίασε ο Ross Hogan, Global Head of Fraud Prevention της Kaspersky Lab.
Οι ειδικοί της Kaspersky Lab συνιστούν τόσο στις τράπεζες όσο και στα υπόλοιπα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν ολοκληρωμένες μεθόδους προστασίας κατά της ηλεκτρονικής απάτης σε πολλαπλά επίπεδα. Η πλατφόρμα Kaspersky Fraud Prevention περιλαμβάνει προεγκατεστημένα εργαλεία ελέγχου κατά των διαδικτυακών απειλών μέσα από τις πλατφόρμες και τις συσκευές που χρησιμοποιούν οι πελάτες, καθώς και στον server που βρίσκεται εντός των πληροφοριακών υποδομών της εκάστοτε τράπεζας. Παρέχει πολυεπίπεδη προστασία για online και mobile banking.