Το INSEAD, η Διεθνής Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων, δημοσίευσε σήμερα την τέταρτη έκδοση του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων (GTCI). Προϊόν συνεργασίας του Ομίλου Adecco με το INSEAD και το Human Capital Leadership Institute of Singapore (HCLI), ο δείκτης GTCI αποτελεί μια ετήσια έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης που καταγράφει την ικανότητα των χωρών να ανταγωνίζονται για τα ταλέντα.
Ο δείκτης GTCI μετρά το πώς οι χώρες αναπτύσσουν, προσελκύουν και διατηρούν ταλέντα και αποτελεί σημαντική πηγή για τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων προκειμένου να αναπτύσσουν στρατηγικές με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ταλέντων. Το θέμα της τέταρτης έκδοσης του GTCI είναι «Ταλέντο και Τεχνολογία: Διαμορφώνοντας το Μέλλον της Εργασίας».
Η έκθεση του 2017 διερευνά τις επιπτώσεις της τεχνολογικής αλλαγής στην ανταγωνιστικότητα των ταλέντων, υποστηρίζοντας ότι ενώ οι θέσεις εργασίας σε όλα τα επίπεδα συνεχίζουν να αντικαθίστανται από μηχανές, η τεχνολογία μπορεί ακόμα και δημιουργεί νέες ευκαιρίες. Ωστόσο, οι άνθρωποι και οι οργανισμοί θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον εργασίας, όπου η γνώση χρήσης της τεχνολογίας, οι κατάλληλες δεξιότητες, η ευελιξία και η συνεργασία καθορίζουν την επιτυχία, και στο οποίο οριζόντια δίκτυα αντικαθιστούν ιεραρχίες, αποτελώντας τον νέο κανόνα στην ηγεσία. Από την άλλη, είναι απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ κυβερνήσεων και επιχειρηματικού κόσμου για τη δημιουργία κατάλληλων εκπαιδευτικών συστημάτων και πολιτικών απασχόλησης που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς.
Η Ελβετία και η Σιγκαπούρη καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στον δείκτη GTCI 2017, ενώ τέσσερις Σκανδιναβικές χώρες περιλαμβάνονται στην πρώτη δεκάδα (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία και Νορβηγία). Το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται στην τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα.
Κατάταξη Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων 2017: Οι Δέκα Πρώτες Χώρες
1
Ελβετία
6
Αυστραλία
2
Σιγκαπούρη
7
Λουξεμβούργο
3
Ηνωμένο Βασίλειο
8
Δανία
4
Ηνωμένες Πολιτείες
9
Φινλανδία
5
Σουηδία
10
Νορβηγία
Οι χώρες που βρίσκονται υψηλότερα στην κατάταξη μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εκπαιδευτικά συστήματα που καλύπτουν τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, οι πολιτικές απασχόλησης που ευνοούν την ευελιξία, την κινητικότητα και την επιχειρηματικότητα, και η υψηλή διασύνδεση/συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων σε επιχειρήσεις και κυβερνήσεις.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 43η θέση στον δείκτη GTCI (από την 49η που κατείχε πέρυσι). Με εξαίρεση τον πυλώνα «Διατήρησης» ταλέντων, η Ελλάδα αποδίδει γενικότερα κάτω του μέσου όρου της ομάδας εισοδήματος και της περιοχής της σε όλους τους πυλώνες, ενώ μεγάλο μειονέκτημα σε σχέση με τις χώρες στην κορυφή της κατάταξης παρατηρείται στον πυλώνα της «Προσέλκυσης» ταλέντων (-38,65%). Ακόμα, η Ελλάδα δυσκολεύεται ιδιαίτερα να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων με αποτέλεσμα να έχει πολύ χαμηλή απόδοση και στον πυλώνα της «Ενεργοποίησης» (-36,28%). Φαίνεται ότι ευρωπαϊκά κράτη που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις όπως η Ελβετία ή η Δανία θα μπορούσαν να προσφέρουν καλές πρακτικές για τη βελτίωση του κανονιστικού τοπίου και της αγοράς ενώ, η χώρα μας θα μπορούσε να βελτιωθεί και στον τομέα των «Επαγγελματικών δεξιοτήτων» με την Τσεχική Δημοκρατία να προσφέρει κάποιες βέλτιστες πρακτικές στον τομέα αυτό. Η Ελλάδα φαίνεται επίσης να βραδυπορεί σε ό,τι αφορά στην «Ετοιμότητα των ταλέντων για τη χρήση τεχνολογιών» που δείχνει τον βαθμό εξοικείωσης με πρακτικές που σχετίζονται με την τρέχουσα τεχνολογία. Τέλος, παρόλο που το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και οι πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας θα μπορούσαν σίγουρα να λειτουργούν καλύτερα, σημαντικό περιθώριο βελτίωσης φαίνεται να υπάρχει στα πεδία της προαγωγής της διασύνδεσης των εμπλεκομένων φορέων και της ανάπτυξης ικανοτήτων χρήσης της τεχνολογίας.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, ο Ilian Mihov, Πρύτανης του INSEAD, δήλωσε: «Με αυτή την τέταρτη έκδοση, η έκθεση GTCI έχει σαφώς κατακτήσει τη διεθνή αναγνώριση στην οποία στοχεύαμε ήδη από την πρώτη έκδοση. Εστιάζοντας στο θέμα «τεχνολογία και ταλέντο», η φετινή έκθεση αναδεικνύει ορισμένα από τα πλέον προκλητικά θέματα με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η παγκόσμια οικονομία τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι θα πρέπει να συνδυάσει τη δημιουργία νέων ευκαιριών εργασίας με τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσφέρει στις νέες γενιές τη δυνατότητα να ζουν και να εργάζονται σε έναν κόσμο που εκφράζει τις αξίες στις οποίες πιστεύουν. Όπως υπογραμμίζει η έκθεση, ο ρόλος της εκπαίδευσης θα παραμείνει θεμελιώδης για την επίτευξη αυτού του πολύπλοκου συνόλου στόχων. Πρόκειται για μια επιδίωξη, για την επίτευξη της οποίας το INSEAD σκοπεύει να υπηρετήσει στο έπακρο τον ρόλο του ως πάροχος ταλέντων και ηγεσίας».
Ο Alain Dehaze, CEO του Ομίλου Adecco, δήλωσε: «Η ταχεία εξέλιξη του αυτοματισμού και της τεχνητής νοημοσύνης είναι η πηγή των πλέον συνταρακτικών αλλαγών της εποχής μας όσον αφορά στον τρόπο που ζούμε και εργαζόμαστε. Η μετάβαση δεν θα είναι ομαλή, συνεπώς οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις πρέπει να αναλάβουν δράση. Απαιτούνται επειγόντως μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, ώστε να εξασφαλιστούν οι σωστές τεχνικές και προσωπικές δεξιότητες, καθώς και η δυνατότητα προσαρμογής στις αλλαγές. Καθώς οι επαγγελματικές εναλλαγές γίνονται ο κανόνας, οι εργαζόμενοι πρέπει να ενισχύσουν την απασχολησιμότητά τους μέσω της δια βίου μάθησης. Παράλληλα, οι πολιτικές απασχόλησης πρέπει να συνδυάζουν την ανάγκη των εργοδοτών για ευελιξία με την κοινωνική προστασία. Μόνο μέσω της συνεργασίας θα ανταποκριθούμε στις προκλήσεις, θα αναδειχθεί η δυναμική της εργασίας και θα ενισχυθεί η ευημερία».
Η Su-Yen Wong, CEO του Human Capital Leadership Institute, σχολίασε: «Η τεχνολογία έχει σημαντικό αντίκτυπο στη φύση και τη δομή της εργασίας. Σε αυτή την ψηφιακή εποχή, όπου η εργασία συνεχώς εξελίσσεται, το πλεονέκτημα δεν ανήκει στους εργαζόμενους που κατέχουν το υψηλότερο επίπεδο τεχνικών ικανοτήτων, αλλά σε αυτούς που έχουν την ικανότητα να μαθαίνουν και να εξελίσσονται στο πλαίσιο της εργασίας τους. Πολλοί εργαζόμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ανεργία λόγω της επίδρασης της τεχνολογίας και των διαρθρωτικών αλλαγών εάν δεν «επαν-εφεύρουν» τον εαυτό τους. Προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δύναμη του ανθρώπινου κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες πρέπει από κοινού να εμφυσήσουν μια κουλτούρα διαρκούς μάθησης στο εργατικό δυναμικό τους, καθώς και να βοηθήσουν τα άτομα που δεν διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες για το μέλλον να λάβουν την αναγκαία επανεκπαίδευση».
Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Διευθύνων Σύμβουλος Adecco Ελλάδος, δήλωσε: «Ο φετινός δείκτης του GTCI δείχνει μια βελτιωμένη εικόνα για την Ελλάδα σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία του 2016. Παρόλα αυτά εξακολουθούμε να υστερούμε σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που ανήκουν στις ομάδες των «ανταγωνιστών» μας εμφανίζοντας συνολικά μια σχετικά χαμηλή κατάταξη σε πολλούς τομείς. Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων, να προσελκύσουμε αλλά και να διατηρήσουμε τους ταλαντούχους εργαζομένους μας θα πρέπει να γίνουν σημαντικές και γενναίες μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και να προσαρμοστούν ανάλογα οι πολιτικές απασχόλησης. Χώρες, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι πρέπει να επενδύσουμε στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και την κινητικότητα για να εξασφαλίσουμε υψηλή απασχολησιμότητα και να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες».
Καθώς οι επιτυχημένες μεταρρυθμιστικές αλλαγές είναι πιθανότερο να συμβούν εκεί όπου υπάρχουν ισχυρά οικοσυστήματα, υπάρχουν πόλεις και περιφέρειες που παραδίδουν μαθήματα ως προς την ανταγωνιστικότητα ταλέντων. Συνήθως, απολαμβάνουν μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία και υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης από τις χώρες στις οποίες ανήκουν, μπορούν να εστιάζουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τείνουν να διαθέτουν ικανότητα ευελιξίας στη λήψη αποφάσεων και καινοτόμο τρόπο προώθησης του «brand» τους. Προκειμένου να διερευνήσουμε περαιτέρω τη δυναμική που μετατρέπει κάποιες πόλεις σε μαγνήτες ταλέντων, παρουσιάζεται φέτος ο Παγκόσμιος Δείκτης Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων Πόλεων (GCTCI).
Η πρώτη έκδοση του δείκτη GCTCI περιλαμβάνει 46 πόλεις, με την Κοπεγχάγη να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ενώ ακολουθούν η Ζυρίχη και το Ελσίνκι. Το Σαν Φρανσίσκο και το Λος Άντζελες είναι οι δυο αμερικανικές πόλεις που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα, καθώς κατατάσσονται στην τέταρτη και όγδοη θέση αντίστοιχα. Το Σίδνεϊ και η Σιγκαπούρη, στη 12η και 19η θέση αντίστοιχα, είναι ηγέτες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η απόδοση στην ανταγωνιστικότητα ταλέντων σε επίπεδο πόλεων μετρήθηκε με βάση μια σειρά από παραμέτρους, και φαίνεται πως οι πόλεις της πρώτης δεκάδας παρουσιάζουν υψηλή ποιότητα ζωής, υψηλά επίπεδα συνδεσιμότητας, ευκαιρίες για διεθνή προβολή καθώς και επαγγελματικές ευκαιρίες.
Κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων Πόλεων 2017: Οι Δέκα Πρώτες Πόλεις
1
Κοπεγχάγη
6
Μαδρίτη
2
Ζυρίχη
7
Παρίσι
3
Ελσίνκι
8
Λος Άντζελες
4
Σαν Φρανσίσκο
9
Αϊντχόβεν
5
Γκέτεμποργκ
10
Δουβλίνο
Ο Bruno Lanvin, συγγραφέας αυτού του ειδικού τμήματος της έκθεσης για τον δείκτη GCTCI, υπογραμμίζει ότι: «Αν και η αρχική έκδοση του δείκτη GCTCI που παρουσιάζεται φέτος θα δεχτεί αναμφίβολα σημαντικές βελτιώσεις τα επόμενα χρόνια, παρέχει εντούτοις μια ζωντανή εικόνα ενός κόσμου στον οποίο τα ταλέντα μετακινούνται όχι μόνο από χώρα σε χώρα αλλά και από πόλη σε πόλη, συχνά βεβαίως πέραν των εθνικών τους συνόρων. Πόλεις αναδύονται ως παγκόσμιοι πρωταγωνιστές στη σκηνή του ανταγωνισμού για τα ταλέντα. Η πρώτη κατάταξη του δείκτη GCTCI δείχνει ότι, αν και μεγαλουπόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο, η Μαδρίτη ή το Παρίσι είναι μεταξύ των ηγετών, μικρότερες πόλεις όπως η Κοπεγχάγη, η Ζυρίχη, το Γκέτεμποργκ ή το Δουβλίνο είναι υπολογίσιμοι ανταγωνιστές. Πρόκειται για πόλεις όπου τα ταλέντα μπορούν να βρουν εξαιρετικές ευκαιρίες καριέρας, καλή συνδεσιμότητα (ανεπτυγμένα ευρυζωνικά δίκτυα και δίκτυα μεταφορών) και υψηλή ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους».
Μέσα από την ανάλυση των χωρών του δείκτη, προκύπτουν διάφορα πρότυπα και τάσεις, που συνοψίζονται ως εξής:
- Η τεχνολογία και η υπερ-συνδεσιμότητα αλλάζουν τη φύση της εργασίας: σε συνδυασμό με δημογραφικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, προωθούν την εμφάνιση ενός πιο ανεξάρτητου ανθρώπινου δυναμικού. Η ευελιξία είναι το σύνθημα της εποχής μας, καθώς μετακινούμαστε από ένα περιβάλλον στο οποίο η εργασία βασιζόταν στην παραδοσιακή απασχόληση (μισθωτή εργασία) σε ένα περιβάλλον όπου το 30% του εργαζόμενου πληθυσμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη είναι ελεύθεροι επαγγελματίες.
- Πρέπει να σκεφτόμαστε πέραν του αυτοματισμού: το ζήτημα δεν αφορά μόνο στην τεχνολογία. Βιώνουμε μια βαθιά μεταμόρφωση της κοινωνίας, των οργανισμών, της καριέρας, της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Οι οργανισμοί γίνονται πιο επίπεδοι και διασυνδεδεμένοι. Τα αποτελέσματα και η συνεργασία επικρατούν έναντι της εξουσίας και της ιεραρχίας και οι συνεχείς εναλλαγές καριέρας έχουν γίνει ο κανόνας.
- Οι τεχνικές δεξιότητες ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ κοινωνικές ικανότητες είναι κρίσιμες για το νέο προφίλ ταλέντου, δεδομένου ότι η καινοτομία προκύπτει όλο και συχνότερα μέσα από τη συνεργασία. Καθώς ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ιδιαίτερα απρόβλεπτος, οι νέοι άνθρωποι πρέπει να ενδυναμώνονται «μαθαίνοντας πώς να μαθαίνουν», και αποκτώντας δεξιότητες που αφορούν στη δημιουργικότητα, την επίλυση προβλημάτων και την επικοινωνία. Τα προγράμματα εκπαίδευσης πρέπει να είναι προσανατολισμένα στην εμπειρία και την εργασία, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης στον εργασιακό χώρο, μέσω προγραμμάτων μαθητείας και πρακτικής άσκησης. Επιπλέον, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές εναλλαγές καριέρας, η δια βίου μάθηση είναι απαραίτητη.
- Οι πολιτικές που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας αποτελούν τις βασικές προκλήσεις στην προσπάθεια μεταρρυθμιστικών αλλαγών: η συνεργασία μεταξύ κυβερνητικών, επιχειρηματικών και εκπαιδευτικών φορέων είναι απαραίτητη για την επίτευξη της άμεσης μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος και για τον σχεδιασμό πολιτικών απασχόλησης που συνδυάζουν ευελιξία στην αγορά εργασίας και κοινωνική προστασία.
- Η πρώτη έκδοση του GCTCI αναδεικνύει μια μη αναμενόμενη εικόνα όσον αφορά στο πώς οι πόλεις ανταγωνίζονται για τα ταλέντα: υπάρχουν πολλές μικρές πόλεις ανάμεσα σε αυτές με τις υψηλότερες επιδόσεις στον δείκτη GCTCI (οι 7 στις 10 έχουν λιγότερους από 400.000 κατοίκους). Οι πόλεις με τις καλύτερες επιδόσεις έχουν πετύχει να συνδυάσουν την υψηλή ποιότητα ζωής με την προσφορά επαγγελματικών ευκαιριών και ευκαιριών για διεθνή προβολή. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός σκανδιναβικών πόλεων (3) παρουσιάζονται στην πρώτη πεντάδα, καθώς έχουν εφαρμόσει συντονισμένες στρατηγικές προσέλκυσης και διατήρησης ταλέντων.