Οι αγορές καινοτομίας αποτελούν για το 2017 τον πυρήνα των συμφωνιών συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε). Καθώς οι νεοφυείς, δραστικά μετασχηματιστικές, επιχειρήσεις απειλούν τα καθιερωμένα επιχειρηματικά μοντέλα, οι πιο εδραιωμένες εταιρείες επιδιώκουν να ενισχύσουν την ανάπτυξή τους αποκτώντας καινοτόμες, νεοφυείς επιχειρήσεις.
Οι αγοραστές αυτοί, όπως επισημαίνει έρευνα της ΕΥ, θα χρησιμοποιήσουν μια σειρά από τεχνικές απόκτησης, από την πλήρη εξαγορά περιουσιακών στοιχείων μέχρι τις επενδύσεις μέσω εταιρικών κεφαλαίων καινοτόμων επιχειρήσεων νεοφυούς κεφαλαίου (corporate venture capital). Σύμφωνα, μάλιστα, με την έρευνα (16η έκδοση του Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ), η απόκτηση τεχνολογίας αποτελεί ένα από τα βασικά κίνητρα για επιχειρηματικές συμφωνίες, που αφορούν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Ο επιχειρηματικός κόσμος στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά δείχνει να αγνοεί αυτή την τάση. Η έρευνα, που διεξήχθη σε περισσότερα από 2.300 στελέχη σε 43 χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, κινητήρια δύναμη των σχεδίων Σ&Ε φαίνεται να είναι η ανάγκη για ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 32% των εταιρειών αναφέρει ως βασικό κίνητρο για τις Σ&Ε την απόκτηση τεχνολογίας ή νέων παραγωγικών δυνατοτήτων και το 29% την αύξηση του μεριδίου αγοράς.
Αισιοδοξία
Συνολικά, στη χώρα μας, σύμφωνα με την έρευνα, για πρώτη φορά από το 2015, ενισχύεται η αισιοδοξία και διάθεση για Σ&Ε. Για παράδειγμα, έχει αυξηθεί στο 43% από 21% τον Οκτώβριο και 8% τον Απρίλιο του 2016, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η τοπική αγορά Σ&Ε βελτιώνεται. Ειδικότερα, ένα 60% (από 35% τον περασμένο Οκτώβριο) αναφέρει ότι βελτιώνεται η ποιότητα των ευκαιριών εξαγορών. Με τα δεδομένα αυτά, για πρώτη φορά, από το 2015, εμφανίζεται αυξημένο και το ποσοστό των συμμετεχόντων που εκτιμά ότι η επιχείρησή του θα επιδιώξει ενεργά Σ&Ε κατά το επόμενο δωδεκάμηνο, φθάνοντας το 30% από 26% τον Οκτώβριο, υστερώντας, ωστόσο, ακόμη σημαντικά σε σχέση με το παγκόσμιο δείγμα (56%).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαιρετικά υψηλό είναι το ποσοστό επιχειρήσεων (56%), που δηλώνει ότι θα επιδιώξει ενεργά συμφωνίες κατά τους επόμενους 12 μήνες, ποσοστό αυξημένο κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Σε μία εποχή ήδη αυξημένης δραστηριότητας συμφωνιών, το 36% των επιχειρήσεων προσδοκά περαιτέρω αύξηση των εν αναμονή συμφωνιών τους κατά το επόμενο έτος. Η συντριπτική πλειοψηφία (96%) των στελεχών εκτιμά ότι η αγορά Σ&Ε θα βελτιωθεί ή θα παραμείνει σταθερή κατά το διάστημα αυτό.
Οι δε πέντε κλάδοι όπου σημειώνονται οι περισσότερες εξαγορές είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, τα καταναλωτικά προϊόντα, τα ορυκτά και μέταλλα, το πετρέλαιο και φυσικό αέριο, και οι τηλεπικοινωνίες.
Ραγδαίες αλλαγές
Εν μέσω των ραγδαίων αλλαγών, οι επιχειρήσεις ενισχύουν την ευελιξία των στρατηγικών τους, με το 73% να δηλώνει ότι αυξάνει τις διαδικασίες αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου περιουσιακών τους στοιχείων για να ανταποκριθεί ή να κεφαλαιοποιήσει τις δυνάμεις που μετασχηματίζουν δραστικά τους κλάδους δραστηριοποίησης τους. Η σύγκλιση κλάδων της οικονομίας εξαιτίας των τεχνολογιών και οι δραστικές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών αποτελούν πρόκληση για τα στελέχη, με αποτέλεσμα να επανεξετάζουν και να επανεφεύρουν διαρκώς την επιχειρηματική στρατηγική τους. Σύμφωνα με την έρευνα, η σημαντικότερη παράμετρος, που απασχολεί τα στελέχη, είναι οι δραστικά μετασχηματιστικές επιπτώσεις της τεχνολογίας σε πιθανά αποτελέσματα συμφωνιών και στα επιχειρηματικά μοντέλα.
Ελκυστικοί προορισμοί
Το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως εντοπίζει η έρευνα, επανέρχεται στην τρίτη θέση μεταξύ των ελκυστικότερων προορισμών για Σ&Ε. Η χώρα βρέθηκε εκτός των πέντε πρώτων θέσεων για πρώτη φορά στην ιστορία της έρευνας τον περασμένο Οκτώβριο. Σε αυτήν την έκδοση της έρευνας, την πεντάδα συμπληρώνουν οι ΗΠΑ (1), η Κίνα (2), η Γερμανία (4) και ο Καναδάς (5).
Στο μεταξύ, σχεδόν τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων (71%) αναφέρουν ότι η απόφαση για το Brexit έχει αυξήσει ή δεν είχε επίδραση στις επενδυτικές προθέσεις τους στη Βρετανία. Στις ΗΠΑ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η νέα διοίκηση θα προωθήσει περαιτέρω τις Σ&Ε, καθώς το 76% πιστεύει ότι οι ενδεχόμενες πολιτικές είτε θα ενισχύσουν, είτε δε θα επηρεάσουν καθόλου τη δραστηριότητα συμφωνιών.