Οι δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και διείσδυσης των ΑΠΕ και στον τουρισμό οικοδομούν ένα νέο μοντέλο «πράσινης» τουριστικής ανάπτυξης, που όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς τάσεις, αλλά και συμβάλλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων του κλάδου. Μεγάλη ευκαιρία για ένα άλμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ που μπορούν να αξιοποιηθούν για δράσεις ενίσχυσης του τουριστικού κλάδου με τελικό ζητούμενο την αναβάθμιση των ξενοδοχείων σε κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, τα οποία θα έχουν αυξημένο βαθμό ενεργειακής αυτονομίας μέσω «έξυπνων» συστημάτων διαχείρισης, παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας από ΑΠΕ και υποδομές φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
Το μήνυμα αυτό έστειλε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Γεράσιμος Θωμάς στην ομιλία του στην ψηφιακή ημερίδα με θέμα «Εξοικονόμηση Ενέργειας και ΑΠΕ στον τουρισμό στην Ελλάδα» που διοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Όπως τόνισε, «τα θέματα αυτά είναι εξαιρετικά κρίσιμα και επίκαιρα στην παρούσα συγκυρία, καθώς δεν άπτονται μόνο της εθνικής ενεργειακής και κλιματικής στρατηγικής, αλλά και της επανεκκίνησης της οικονομίας μετά την πανδημία του κορωνοϊού». Επιπροσθέτως, βρίσκονται και στο επίκεντρο του προγράμματος της γερμανικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το β’ εξάμηνο του έτους.
Ο ίδιος περιέγραψε τους βασικούς στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), δηλαδή το κλείσιμο της λιγνιτικής παραγωγής έως το 2028, την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ σε παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38% σε σχέση με το 2017. «Η επίτευξη αυτών των στόχων προϋποθέτει υλοποίηση επενδύσεων πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για παρεμβάσεις ενεργειακής εξοικονόμησης στα κτίρια, αύξηση διείσδυσης και ενσωμάτωσης ΑΠΕ σε κτίρια και υποδομές (net metering) και την προώθηση της ηλεκτροκίνησης».
Στη συνέχεια, ο κ. Θωμάς ανέλυσε το πεδίο που ανοίγεται για «πρασίνισμα» του τουριστικού κλάδο, με ευεργετικές συνέπειες για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας. «Το κτιριακό δυναμικό των τουριστικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε περίπου 10.000 ξενοδοχεία, που διαθέτουν 800.000 κλίνες. Εκτιμάται ότι οι ενεργειακές ανάγκες των ξενοδοχείων ανέρχονται σε 540 εκατ. ευρώ τον χρόνο (από 600 έως και πάνω από 2.000 ευρώ ανά δωμάτιο) ενώ οι ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανέρχονται σε περίπου 160 κιλά CO2/τετραγωνικό μέτρο, ποσότητα που ισοδυναμεί με περίπου 10 τόνους CO2 ανά δωμάτια. Υπολογίζεται επίσης ότι η θέρμανση χώρων και νερού αντιπροσωπεύει περίπου το 70% της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας και το 40% της ετήσιας ενεργειακής δαπάνης ενός τυπικού ελληνικού ξενοδοχείου, ενώ ο φωτισμός αντιπροσωπεύει το 8% της κατανάλωσης ενέργειας και το 21% της ενεργειακής δαπάνης».
Όπως εξήγησε, «ζητούμενο δεν είναι μόνο να μονώσουμε τα κτίρια, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία τους, χρησιμοποιώντας «έξυπνα» συστήματα διαχείρισης, σε συνδυασμό με λύσεις παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας από ΑΠΕ καθώς και υποδομές φόρτισης για ηλεκτρικά οχήματα (με δεδομένο ότι στα ελληνικά νησιά όπου οι αποστάσεις είναι μικρές υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης).
Επεξεργαζόμαστε ένα μοντέρνο και φιλόδοξο πλαίσιο για την ενίσχυση της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, με την παροχή ολοκληρωμένων χρηματοδοτικών εργαλείων που θα συνδυάζουν ενίσχυση με φορολογικά κίνητρα. Επιδιώκουμε την κινητοποίηση «πράσινων» επενδύσεων στον τουριστικό κλάδο για την αναβάθμιση των υφιστάμενων ξενοδοχείων σε μονάδες υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας».
«Μιλάμε για ένα νέο μοντέλο πράσινων τουριστικών εγκαταστάσεων με αξιοποίηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας που θα συμβάλλει όχι μόνο στη μείωση του λειτουργικού κόστους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων του κλάδου, αλλά και τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων για την προσέλκυση τουριστών ευαισθητοποιημένων σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας. Και τούτο διότι, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι αυξάνεται ο όγκος τουριστών που αναζητούν «πράσινα» τουριστικά προϊόντα και υπηρεσίες», κατέληξε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.