Στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η προσδοκώμενη ισχυρή δυναμική του τουρισμού στην Ελλάδα αναμένεται να επιβραδυνθεί ελαφρώς, αλλά δεν αναμένεται να ανακοπεί.
Οπως εξηγεί σε σχετική ανάλυση η Alpha Bank, o πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αναμένεται να επηρεάσει τον τουριστικό τομέα μέσω τριών καναλιών.
Πρώτον, μέσω της απουσίας των Ρώσων τουριστών. Ο αντίκτυπος αυτός, ωστόσο, αναμένεται να είναι περιορισμένος -δεδομένου του χαμηλού μεριδίου αγοράς των Ρώσων τουριστών στις αφίξεις της Ελλάδας. Mετά την κρίση της Κριμαίας το 2014, οι τουριστικές εισροές από τη Ρωσία μειώθηκαν σταδιακά, κυρίως λόγω της υποτίμησης του ρουβλίου έναντι του ευρώ. Παράλληλα, το μερίδιο αγοράς των ρωσικών αφίξεων στην Τουρκία αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδιαίτερα μετά το 2017, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης της τουρκικής λίρας, αντανακλώντας, εν μέρει, μια επίδραση υποκατάστασης (το αντίστοιχο μερίδιο στην Ελλάδα μειώθηκε).
Το 2019, οι Ρώσοι τουρίστες αντιπροσώπευαν το 1,9% των συνολικών αφίξεων τουριστών στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο για την Ουκρανία ήταν ακόμη μικρότερο. Το μερίδιο των αφίξεων από τη Ρωσία μειώθηκε στο 0,3% το 2020, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, σημειώνοντας μόνο οριακή άνοδο στο 0,8% το 2021. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, τα αντίστοιχα μερίδια διαμορφώθηκαν στο 2,4% το 2019 και στο 1,1% το 2021.
Δεύτερον, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ρουμανία, ΗΠΑ κ.λπ.) ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε πιθανή επιβράδυνση των τουριστικών αφίξεων -δεδομένης της θετικής τους συσχέτισης με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 3β- και, κατά συνέπεια, των ταξιδιωτικών εισπράξεων. Ωστόσο, αυτός ο αντίκτυπος μπορεί να αντισταθμιστεί εν μέρει, από τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την τάση για αυξημένη κατανάλωση στη μετά πανδημική περίοδο.
Τρίτον, μέσω του υψηλότερου κόστους λειτουργίας, εξαιτίας των απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου.