Οι χαμηλότερες τιμές των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης αποτελούν τον κυριότερο λόγο επιλογής τους στην Ελλάδα, ενώ ακολουθεί η καλύτερη θέση τους, η διαθεσιμότητα αναφορών/σχολίων, οι καλύτερες υποδομές και οι περισσότερες δυνατότητες επιλογών.
Αντίστοιχα, τα κυριότερα προβλήματα που αναφέρθηκαν από τους χρήστες ήταν η ασάφεια για τον υπεύθυνο, οι παραπλανητικές κριτικές, η κακή χρήση των προσωπικών δεδομένων και η έλλειψη εμπιστοσύνης στον προμηθευτή.
Αυτό προκύπτει από έκθεση με τίτλο Βραχυχρόνια Μίσθωση Ακινήτων στην Ελλάδα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ενώ υπογραμμίζεται ότι σημαντικό ρόλο για την αποτροπή ενδεχόμενων αρνητικών επιπτώσεων και τη μεγιστοποίηση των ωφελειών από την ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης αναλαμβάνει η λειτουργία ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της συγκεκριμένης αγοράς.
Πάντως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έρευνα του ΚΕΠΕ, η πλειονότητα των χρηστών χρησιμοποίησαν τη βραχυχρόνια μίσθωση συμπληρωματικά με τα παραδοσιακά κανάλια, ενώ σημαντικό ήταν και το ποσοστό των χρηστών που είχαν υποκαταστήσει μερικώς ή πλήρως κάποιες υπηρεσίες.
Στην έρευνα σημειώνεται ότι οι αντιλήψεις σε σχέση με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της βραχυχρόνιας μίσθωσης συγκλίνουν σε Ελλάδα και ΕΕ. Ως κυριότερα πλεονεκτήματα αναφέρονται ότι αποτελεί πρόσθετη πηγή εισοδήματος, ενώ τα ταξίδια είναι πιο οικονομικά. Τα σημαντικότερα μειονεκτήματα αφορούν την επίδραση στη διαθεσιμότητα και τις τιμές των κατοικιών και την αύξηση της όχλησης. Όσον αφορά την επίδραση της δραστηριότητας στην ποιότητα ζωής στη γειτονιά, οι περισσότεροι δηλώνουν είτε θετικές είτε καθόλου επιδράσεις.
Στην Ελλάδα, η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση πραγματοποιείται κυρίως σε ολόκληρα καταλύματα μεγέθους κάτω των 10 κλινών. Σε σχέση με τη χωρική κατανομή της διαμονής, η περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το υψηλότερο μερίδιο, ακολουθούμενη από το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά και την Κεντρική Μακεδονία. Σε επίπεδο περιφερειακών ενοτήτων (νομών), παρατηρείται αρκετά μεγάλη διασπορά της διαμονής ανά τη χώρα, με πρώτη σε μερίδιο την Αττική, ακολουθούμενη από τις Κυκλάδες, τα Χανιά, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική και τα Δωδεκάνησα. Στην Αττική, η διαμονή πραγματοποιείται κατά το μεγαλύτερο μέρος στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών και ακολουθούν η Ανατολική Αττική, ο Πειραιάς-Νήσοι και ο Νότιος Τομέας Αθηνών. Από τη σύγκριση της χωρικής κατανομής της βραχυχρόνιας μίσθωσης με την αντίστοιχη κατανομή της δραστηριότητας του ξενοδοχειακού τομέα, προκύπτει μία σαφής θετική συσχέτιση μέτριας έντασης.
Το μεγαλύτερο μέρος της διαμονής σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης αφορά επισκέπτες διεθνούς προέλευσης, οι οποίοι απορροφούν μεγαλύτερο τμήμα των σχετικών υπηρεσιών στην Ελλάδα συγκριτικά με την αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ. Η πλειονότητα των επισκεπτών στη βραχυχρόνια μίσθωση προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ, ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης και η Αμερική. Ο βαθμός στον οποίο η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα απευθύνεται σε εισερ- χόμενο τουρισμό είναι ανάλογος ή και ελαφρώς υψηλότερος σε σχέση με τον ξενοδοχειακό τομέα. Ωστόσο, η συμμετοχή των τουριστών από την Ευρώπη στις διανυκτερεύσεις σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα φαίνεται να είναι αναλογικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα ξενοδοχεία.
Η διαμονή στη βραχυχρόνια μίσθωση παρουσιάζει γενικά εντονότερη εποχικότητα στην Ελλάδα σε σχέση με το σύνολο της ΕΕ, με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, όταν κατά παράδοση η χρήση των τουριστικών καταλυμάτων παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συχνότητα, να συγκεντρώνουν υψηλό μερίδιο των συνολικών διανυκτερεύσεων. Σε σύγκριση με τον ξενοδοχειακό τομέα, η εποχικότητα στη βραχυχρόνια μίσθωση εμφανίζεται σχετικά πιο έντονη, ενώ παρατηρούνται και σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ευρύτερων περιφερειών και των πόλεων της Ελλάδας. Ο χαμηλότερος βαθμός εποχικότητας στη βραχυχρόνια μίσθωση εμφα- νίζεται στην περιφέρεια Αττικής και στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη).
Τέλος, στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη η πιο επαγγελματική μορφή της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με τη διάθεση αρκετών καταλυμάτων που αγοράστηκαν για αυτόν τον σκοπό. Βάσει σχετικών στοιχείων του Ευρωβαρόμετρου, η απόκτηση εισοδήματος αποτελούσε το κυριότερο κίνητρο για την προσφορά υπηρεσιών, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο έναντι του μέσου όρου της ΕΕ δηλώθηκαν κίνητρα όπως η εξασφάλιση περισσότερων καταναλωτών, η ευκολία αλληλεπίδρασης, η βιώσιμη και αποτελεσματική χρήση των πόρων, η ευκολία προσφοράς υπηρεσιών και η παροχή πρόσθετων/πιο καινοτόμων υπηρεσιών.
Ως κυριότερα προβλήματα αναφέρθηκαν η έλλειψη σαφήνειας, η πολυπλοκότητα στην πληρωμή φόρων και στη νόμιμη προσφορά υπηρεσιών, οι ασαφείς επιπτώσεις στην απασχόληση και οι δυσκολίες με τους καταναλωτές. Ο κυριότερος λόγος διακοπής της προσφοράς ήταν η μη διαθεσιμότητα πλέον κάποιου καταλύματος, ενώ ως σημαντικοί λόγοι δηλώθηκαν επίσης το ότι δεν συμφέρει οικονομικά και οι διοικητικοί περιορισμοί.