Φαίνεται πως στο τέλος της χρονιάς τα νούμερα θα προσθέσουν ένα νέο «συν» στα περσινά, καθώς παρουσιάζουν αυξητική τάση σε σχέση με το 2023. Ωστόσο, η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι ίδια για όλους τους προορισμούς, ούτε και για όλες τις επιχειρήσεις, κάνοντας τους φορείς να μιλούν για τουρισμό «δύο ταχυτήτων».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ Γιάννη Παράσχη, το 2024 είναι μία ακόμα χρονιά με θετικό πρόσημο για τον ελληνικό τουρισμό. Πλην όμως, όπως ο ίδιος ανέφερε πρόσφατα, πρόκειται για ένα momentum που δεν είναι ούτε άτρωτο, ούτε δεδομένο για τα επόμενα χρόνια, γι’αυτό οφείλουμε να τον προστατέψουμε.
Τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ προβλημάτισαν τους επαγγελματίες του κλάδου, καθώς έδειξαν μείωση στις εισπράξεις του Ιουλίου. Την ίδια ώρα όμως, εξετάζοντας την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου συνολικά, τα έσοδα ανήλθαν σε 10,5 δισ. και ήταν κατά 4,9% υψηλότερα σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, ενώ οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 11,2% στα 18,0 εκατ. Αν στα έσοδα συνυπολογιστούν και αυτά της κρουαζιέρας, τότε ανήλθαν στα 11 δισ. και ήταν κατά 5,6% υψηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα έσοδα του 2023.
Εκείνο που προκαλεί έντονο προβληματισμό, όπως επισημαίνει η Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων-ΙΤΕΠ, είναι πως δεν έχουν όλα τα ξενοδοχεία παρόμοιες επιδόσεις και ενώ ορισμένα πηγαίνουν εξαιρετικά καλά, κάποια άλλα φυτοζωούν.
«Ο τουρισμός δεν είναι μόνο τα υψηλά νούμερα αφίξεων, το αναφέρω επειδή πολλοί επικεντρώνονται στο νέο ρεκόρ που αναμένεται φέτος με τα 32-33 εκατ. αφίξεις. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται ότι αποδίδονται αναλογικά και στις επιχειρήσεις του τουρισμού και όπου αλλού επιδρά ο τουρισμός έμμεσα. Τα έσοδα στο σύνολο θα είναι αυξημένα, ωστόσο ο Ιούλιος, ο οποίος είχε μειωμένα έσοδα σε σχέση με τον προηγούμενο Ιούλιο του 2023, μας χτυπά ένα καμπανάκι. Μπορεί στο επτάμηνο τα νούμερα να παρουσιάζουν αύξηση, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η αύξηση είναι και αναλογική. Κι αυτό συνήθως φαίνεται από τη μέση -κατά κεφαλήν- δαπάνη, η οποία εμφανίζεται μειωμένη φέτος. Το πακέτο μετακίνησης-διαμονής είναι αυξημένο σε σχέση με άλλες χρονιές, οπότε μειώνεται και το ποσό που διαθέτει ο επισκέπτης στον προορισμό», σημειώνει η κ.Σβύνου.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΙΤΕΠ, τα ξενοδοχεία 1-3 αστέρων αντιπροσωπεύουν το 74% του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας και είναι αυτά που έχουν τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό με τη βραχυχρόνια μίσθωση. «Κοντά στο 40% των ξενοδοχείων λειτουργούν όλο τον χρόνο, είναι δηλαδή τα λεγόμενα “συνεχούς λειτουργίας”. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται στην Αθήνα. Ωστόσο, στις υπόλοιπες περιοχές τόσο τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία, όσο και εκείνα χαμηλότερων κατηγοριών δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. Το μέλλον είναι επισφαλές και ειδικά σε ένα ευαίσθητο προϊόν όπως ο τουρισμός. Ειδικότερα όμως, για τις επιχειρήσεις χαμηλότερων κατηγοριών, κρίνεται η δυνατότητά τους να σταθούν στην αγορά, και αυτό σημαίνει ότι θα αντιμετωπίσουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα, καθώς αυτές αποτελούν την πλειονότητα του συνόλου. Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι ο φόρος ανθεκτικότητας λειτουργεί αποτρεπτικά για τον επισκέπτη να επιλέξει τον προορισμό και ενδέχεται να δούμε τις ισορροπίες με τον ανταγωνισμό να αλλάζουν πολύ γρήγορα σε ό,τι αφορά τον εισερχόμενο τουρισμό», προσθέτει η κ.Σβύνου.
Σε αυτό το μήκος κύματος κινήθηκε και η πρόσφατη ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, όπου αναφέρεται: «Στηρίζουμε τα δημόσια έσοδα, συνεισφέροντας 10,5 δισ. άμεσα στο ΑΕΠ, την απασχόληση, προσφέροντας εργασία σε 225.000 εργαζόμενους, καθώς και τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες σε όλη τη χώρα, αφού το 90% του ξενοδοχειακού ΑΕΠ παράγεται περιφερειακά.
Ωστόσο, η ικανότητα του ξενοδοχειακού κλάδου να προσφέρει με τον μέγιστο δυνατό πολλαπλασιαστή δεν εξαρτάται μόνον από εμάς. Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες, αναφορικά με τις αυξήσεις τόσο στο τέλος διαμονής παρεπιδημούντων όσο και στο Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση, προκαλούν έντονη ανησυχία. Με κάθε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση στο κόστος των υπηρεσιών μας ακριβαίνει το προϊόν για τους έλληνες και ξένους πελάτες μας, μειώνεται η διείσδυση που έχει η δραστηριότητα στην τοπική οικονομία και πλήτεται άμεσα η ανταγωνιστικότητά μας. Αυτά επιβεβαιώνονται από τις αντιδράσεις της Γερμανικής Ένωσης Ταξιδίων (DRV), αλλά και χιλιάδων ξένων πελατών που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο με αρνητικά μηνύματα.
Την ίδια στιγμή, η δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης συνεχίζει να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες και περιορισμούς, παρά τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις και τις στρεβλώσεις που προκαλεί στην αγορά φιλοξενίας της χώρας μας. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που μειώνει τη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη και βυθίζει τα δημόσια έσοδα ανά επισκέπτη καθώς τα δηλωμένα έσοδα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, έχοντας μάλιστα περισσότερες κλίνες, είναι περίπου 93% λιγότερα από αυτά των ξενοδοχείων».
Το χάσμα της «μη ισόρροπης» τουριστικής ανάπτυξης παραμένει σταθερό
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Μαρινάκος, αντιπρόεδρος της ΠΟΞ και πρόεδρος του Οργανισμού Τουριστικής Προβολής Πελοποννήσου, μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τονίζει ξεκάθαρα ότι οκτώ περιφέρειες κατέχουν το 10% της «πίτας» και ότι το χάσμα της μη ισόρροπης τουριστικής ανάπτυξης παραμένει σταθερό.
«Ο τουρισμός βασίζεται στον ποιοτικό τουρίστα και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη. Η συνολική εικόνα που έχουμε είναι ότι οι premium προορισμοί και φέτος πήγαν πολύ καλά, εκτός από μια μικρή πτώση που σημειώθηκε σε Μύκονο και Σαντορίνη. Η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και γενικότερα τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου είχαν αυξημένα νούμερα. Ωστόσο, και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου κινήθηκαν με καλούς ρυθμούς, όπως και η Ήπειρος αλλά και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Πολύ καλά πήγε, και συνεχίζει ακόμα, η Αθήνα. Η ηπειρωτική Ελλάδα, όμως, και ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Πελοπόννησο, δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ το 3%, ποσοστό το οποίο θα ήταν ακόμα πιο χαμηλό χωρίς το Costa Navarino. Λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους και των πρόσθετων επιβαρύνσεων, με το τέλος ανθεκτικότητας, οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν και τα έσοδα εξανεμίζονται. Ένα ακόμη στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι πως φέτος ήταν η χρονιά των σούπερ-μάρκετ, και αυτό επέδρασε αρνητικά στον κλάδο της εστίασης», επισημαίνει ο κ.Μαρινάκος.
Η αγοραστική δύναμη των ξένων, σύμφωνα με την Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου, πρόεδρο της Ένωσης Ξενοδόχων Κω, έχει μειωθεί. Παρ’ όλα αυτά το νησί φέτος παρουσίασε αύξηση 5% στην τουριστική κίνηση. «Για εμάς ο Σεπτέμβριος μήνας είναι εξαιρετικός, και σε αυτό συμβάλλουν οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες. Στόχος μας, όμως, είναι να επεκτείνουμε την τουριστική σεζόν και γίνονται προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αυτό χρειάζεται και την στήριξη και των επαγγελματιών της τοπικής κοινωνίας. Ειδικά του κλάδου της εστίασης. Να γίνει μια προσπάθεια δηλαδή να κρατήσουμε περισσότερα μαγαζιά ανοιχτά. Σε κάθε περίπτωση η αύξηση του αριθμού των τουριστών απαιτεί και τη δημιουργία αντίστοιχων υποδομών. Όπως επίσης, πρέπει να βρεθεί λύση για το πρόβλημα της στέγασης των εκπαιδευτικών και γιατρών, αλλά και του προσωπικού», σημειώνει η κ.Τριανταφυλλοπούλου.
Ο καθηγητής Δημήτριος Μπούχαλης, διευθυντής του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Τουρισμού και αναπληρωτής διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Τουρισμό και τη Φιλοξενία, στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Bournemouth στην Αγγλία, παρατηρώντας τις εξελίξεις με μια διεθνή «ματιά» επισημαίνει σχετικά: «Ο τουρισμός πάντα αλλάζει, μεταβάλλεται και βοηθά τους ανθρώπους να δημιουργούν εμπειρίες στους προορισμούς με τους ντόπιους και τους ταξιδιώτες. Οι πληθωριστικές τάσεις που προέρχονται από το κόστος της ενέργειας των πρώτων υλών και της εργασίας αυξάνουν τις τιμές στον τουρισμό και ως αποτέλεσμα ωθούν τους τουρίστες να κλείσουν πιο κοντινά ταξίδια, να μειώσουν τον χρόνο διαμονής τους, καθώς και την ημερήσια δαπάνη τους στους προορισμούς. Βέβαια, αυτό συγκρίνεται σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια του 2022 και 2023, όπου δαπάνησαν τις αποταμιεύσεις που είχαν κάνει κατά τη διάρκεια της περιόδου του COVID. Επίσης, οι τουρίστες αναζητούν καλύτερη αναλογία υπηρεσιών σε σχέση με την τιμή που πληρώνουν αλλά και καλύτερη διάθεση του χρόνου που δαπανούν στον προορισμό. Προορισμοί που θα κερδίσουν είναι αυτοί που προσφέρουν εξατομίκευση και αναπροσαρμόζουν το προϊόν τους δυναμικά στις παρούσες συνθήκες και στο πελατολόγιο».