Η Τράπεζα Πειραιώς σημειώνει σε ανάλυση της ότι οι μετοχές, στις αγορές της Ευρωζώνης, καταγράφουν την υψηλότερη απόδοση στη φάση της ανάπτυξης τα κρατικά ομόλογα στη φάση της επιβράδυνσης και τα εταιρικά ομόλογα στη φάση της ανάκαμψης.
Έχει αναπτυχθεί μια ευρεία γκάμα μοντέλων αξιολόγησης επενδύσεων και στρατηγικών κατανομής χαρτοφυλακίων, λέει η τράπεζα. Ορισμένα βασίζονται στην προσπάθεια ανεύρεσης υπό-εκτιμημένων μετοχών ή ομολόγων και διάρθρωσης αντίστοιχων επενδυτικών θέσεων εν αναμονή της σύγκλισης των τιμών των χρεογράφων αυτών στη θεωρητική τιμή ισορροπίας τους. Αντίθετα, άλλες στρατηγικές βασίζονται περισσότερο στην εκμετάλλευση βραχυχρόνιων ή μακροχρόνιων τάσεων στις αγορές (momentum trading). Τέλος, με την πάροδο των ετών έχει αναπτυχθεί και μία μεγάλη ποικιλία στρατηγικών «τεχνικής ανάλυσης».
Σύμφωνα με την ανάλυση μια εναλλακτική στρατηγική, είναι αυτή της εκμετάλλευσης της διακύμανσης των επενδυτικών αποδόσεων σε συνάρτηση με το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Η λογική της «μακροοικονομικής» στρατηγικής κατάρτισης και διαχείρισης των επενδυτικών χαρτοφυλακίων είναι σχεδόν προφανής. Σε περιόδους ισχυρής ανάπτυξης η κερδοφορία των επιχειρήσεων ενισχύεται αντίστοιχα, βελτιώνοντας τις προοπτικές των μετοχικών αξιών. Ταυτόχρονα όμως, δημιουργούνται προσδοκίες αύξησης του πληθωρισμού και κατ' επέκταση υιοθέτησης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από πλευράς Κεντρικών Τραπεζών. Η προεξόφληση των μελλοντικών αυξήσεων των παρεμβατικών επιτοκίων στις αγορές ομολόγων, οδηγεί σε αρνητικές αποδόσεις τα κρατικά ομόλογα.
Στον αντίποδα, οι περίοδοι ύφεσης έχουν αρνητικό αντίκτυπο τόσο στην επιχειρηματική κερδοφορία όσο και στις μετοχικές αποδόσεις. Ωστόσο, η ανάγκη χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, μέσω της μείωσης επιτοκίων, δημιουργεί ένα πολύ θετικό περιβάλλον για τις αγορές ομολόγων. Ταυτόχρονα, οι «μακροοικονομικές» επενδυτικές στρατηγικές, εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας των φάσεων του οικονομικού κύκλου, έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι δεν επιβάλλουν συχνές μεταβολές και αναδιαρθρώσεις των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, περιορίζοντας σημαντικά το διαχειριστικό κόστος.
Συνεπώς, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, ο σχεδιασμός μιας «μακροοικονομικής» επενδυτικής στρατηγικής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, σε πρακτικό επίπεδο, η εφαρμογή μιας τέτοια στρατηγικής δυσχεραίνεται εξαιτίας του γεγονότος ότι τα περισσότερα μακροοικονομικά στοιχεία ανακοινώνονται με σημαντική χρονική υστέρηση. Επιπλέον, οι αρχικές ανακοινώσεις υπόκεινται σε συχνές και πολύ μεγάλες αναθεωρήσεις, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια εκμετάλλευσης του οικονομικού κύκλου για κατάρτιση στρατηγικών επενδυτικών επιλογών.
Σύμφωνα με την ανάλυση, στις αγορές των ΗΠΑ οι μετοχές καταγράφουν την υψηλότερη απόδοση (σταθμισμένη ως προς τον κίνδυνο) στη φάση της ανάπτυξης, τα κρατικά ομόλογα στη φάση της επιβράδυνσης και τα εταιρικά ομόλογα επίσης στην επιβράδυνση.
Στις αγορές της Ευρωζώνης οι μετοχές καταγράφουν την υψηλότερη απόδοση (σταθμισμένη ως προς τον κίνδυνο) στη φάση της ανάπτυξης, τα κρατικά ομόλογα στη φάση της επιβράδυνσης και τα εταιρικά ομόλογα στη φάση της ανάκαμψης.
Δεδομένου ότι στο στάδιο αυτό τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρωζώνη βρίσκονται στο στάδιο της επιβράδυνσης, ο οικονομικός κύκλος δεν συνηγορεί πλέον σε θέσεις υπερεπένδυσης σε μετοχικές αγορές (σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη) με αντίστοιχη υπο-επένδυση σε ομόλογα.
Στις ΗΠΑ ο παρόν κύκλος θα ήταν συνεπής με μια οριακή υπο-επένδυση των μετοχών με αντίστοιχη μικρή υπερ-επένδυση στα κρατικά ομόλογα, ενώ στην Ευρωζώνη θα συνηγορούσε σε σημαντική υπο-επένδυση των μετοχών έναντι των κρατικών κυρίως ομολόγων.
«Υπογραμμίζουμε ότι τα παραπάνω δεν λαμβάνουν υπ' όψη άλλους παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικές συνέπειες για τις αγορές,» τονίζει η Πειραιώς.