Διανύσαμε ήδη το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικά δύσβατης ανηφόρας, της γεμάτης εμπόδια πορείας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας» σημειώνει στο εβδομαδιαίο Δελτίο της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, η οποία κάνει λόγο για «σημαντικά επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής το 2013».
Σύμφωνα με την ανάλυση, συντελείται προσαρμογή σε μια νέα πραγματικότητα, «μετά το αναπόφευκτο σκάσιμο της φούσκας του βολέματος στο δημόσιο τομέα και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, της μη ανταγωνιστικής και αρτηριοσκληρωτικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, της φοροδιαφυγής και του ‘δεν πληρώνω’, της εξάρτησης από τις κρατικές προμήθειες και της διαφθοράς σε αυτές τις προμήθειες και στη ‘δωρεάν’ παιδεία και υγεία και, γενικά, της φούσκας του ‘τζάμπα’ και των μειωμένων αποδόσεων με στήριγμα τον δανεισμό από το εξωτερικό που χρηματοδοτούσε (με το αζημίωτο) όλες αυτές τις αντιοικονομικές και αντικοινωνικές καταστάσεις».
Αναλυτικά η ανάλυση της Alpha Bank:
“Με την εκπνοή του 2013 είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε, ως γεγονότα πια, και όχι ως προσδοκίες (που πράγματι είχαμε στα τέλη του 2012), ορισμένα πολύ σημαντικά επιτεύγματα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, η οποία επιδιώκει (κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες) την αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και την έγκαιρη έξοδο της χώρας από τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση της σύγχρονης ιστορίας της.
Τα επιτεύγματα αυτά οφείλονται, βέβαια, σε σημαντικό βαθμό και στις μεγάλες, αλλά υπέρμετρα υποεκτιμημένες τα τελευταία χρόνια (ακόμη και σήμερα), δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες λειτούργησαν ως ισχυρό αντίδοτο στις καταθλιπτικές εκτιμήσεις που διατυπώνονταν για τις εξελίξεις στη χώρα στα τέλη του 2012. Μπορεί δε να γίνουν κατανοητά από οποιονδήποτε που είναι σε θέση να προσδιορίσει ποια ήταν τα δεδομένα για την ελληνική οικονομία στα τέλη του 2012 και ποιες είναι οι προοπτικές της στα τέλη του 2013.
Διανύσαμε ήδη το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικά δύσβατης ανηφόρας της γεμάτης εμπόδια πορείας προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Της επώδυνης προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, στην οποία η ανάπτυξη και η αύξηση των εισοδημάτων θα προκύπτει από την ανταποδοτική και δυναμική εργασία και επιχειρηματικότητα και από την εγχώρια παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων με βάση τα σημαντικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Έχουμε ήδη επιτύχει πολλά όσον αφορά την προσαρμογή μας σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, μετά το αναπόφευκτο σκάσιμο της φούσκας του βολέματος στο δημόσιο τομέα και του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, της μη ανταγωνιστικής και αρτηριοσκληρωτικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, της φοροδιαφυγής και του «δεν πληρώνω», της εξάρτησης από τις κρατικές προμήθειες και της διαφθοράς σε αυτές τις προμήθειες και στη «δωρεάν» παιδεία και υγεία και, γενικά, της φούσκας του «τζάμπα» και των μειωμένων αποδόσεων με στήριγμα τον δανεισμό από το εξωτερικό που χρηματοδοτούσε (με το αζημίωτο) όλες αυτές τις αντιοικονομικές και αντικοινωνικές καταστάσεις.
Σήμερα, ωστόσο, οι συνθήκες και οι μηχανισμοί λειτουργίας της νέας ελληνικής οικονομίας ακόμη διαμορφώνονται και απαιτείται συνέχιση της προσπάθειας, έτσι ώστε η οικονομία να τεθεί έγκαιρα σε πορεία ανάκαμψης, από το 2014, και υγιούς ανάπτυξης, από το 2015, που αποτελεί την φυσιολογική εξέλιξη του προγράμματος προσαρμογής που ήδη εφαρμόζεται. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να οδηγήσει με τη σειρά της στην αναγκαία ταχεία αύξηση της διεθνώς ανταγωνιστικής απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας. Είναι γεγονός ότι αυτή η πορεία προς την ολοκλήρωση της προσαρμογής και την ανάκαμψη μπορεί να διαταραχθεί και να καθυστερήσει, αφού ακόμη υπάρχουν δυνάμεις και ομάδες συμφερόντων που ασκούν έντονες πιέσεις για επιστροφή στο παρελθόν. Αυτό συμβαίνει παρά το ότι αυτή η επιστροφή δεν είναι δυνατή, διότι τώρα δεν υπάρχει πια ο δανεισμός από το εξωτερικό για να την χρηματοδοτήσει. Οι δυνάμεις που, παρόλα αυτά, επιδιώκουν την κατάργηση των μνημονίων και την επιστροφή στο 2009 μπορούν ακόμη να διαταράξουν την πορεία της χώρας για έξοδο από την κρίση. Δεν μπορούν όμως τώρα να αποτρέψουν αυτήν την πορεία. Αυτό οφείλεται κυρίως στα σημαντικά επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής το 2013 που συνοψίζονται, περιληπτικά, στα ακόλουθα:
Πρώτον, στο γεγονός ότι το 2013 ήταν το 1ο έτος στη μεταπολεμική περίοδο κατά το οποίο η Ελλάδα τηρεί τους ισχύοντες εισοδηματικούς περιορισμούς. Για πρώτη φορά δαπανά σύμφωνα με το σημαντικά μειωμένο διαθέσιμο εισόδημά της. Έτσι, η εγχώρια δαπάνη στην οικονομία της (€ 164,1 δις το 2013, σε σταθερές τιμές του 2005) ήταν μικρότερη από το ΑΕΠ της χώρας (€ 162,3 δις) συν το πλεόνασμα του ισοζυγίου κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (€ 3,5 δις). Ως αποτέλεσμα, το μεν εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών της θα έχει ακόμη ένα μικρό έλλειμμα της τάξης του -1,1% ΑΕΠ το 2013 (από έλλειμμα -14,1% του ΑΕΠ το 2008), το δε ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) της, στο οποίο προστίθενται και οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις, θα καταγράψει τελικά πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2013, από έλλειμμα ύψους -10,1% του ΑΕΠ το 2009. Μάλιστα, από το 2014 θα είναι πλεονασματικό (με πλεόνασμα της τάξης του 1,0% του ΑΕΠ) και το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών της χώρας σε εθνικολογιστική βάση. Η δραστική μείωση της εγχώριας δαπάνης οφείλεται τόσο στη νέα μεγάλη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης (-6,7% το 2013) και των επενδύσεων (επενδύσεις σε κατοικίες: -35,0%), αλλά και στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στη γενική κυβέρνηση ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2013 (από έλλειμμα -1,5% του ΑΕΠ το 2012).
Δεύτερον, μεγάλο επίτευγμα της οικονομικής πολιτικής το 2013 ήταν η καλύτερη από ότι είχε προγραμματιστεί υλοποίηση του προϋπολογισμού του 2013, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα αποτελέσματα της δημοσιονομικής διαχείρισης στο 11μηνο.2013. Το επίτευγμα αυτό λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη αξία διότι ακολουθεί την επίσης καλύτερη του αναμενομένου εκτέλεση του Π2012 που οδήγησε στα σημαντικά μέτρα συνέχισης της χρηματοδοτικής στήριξης του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και την μεγάλη ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους που αποφασίστηκαν στο Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012. Επιπλέον, αυτή η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα επιτεύχθηκε κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που συνέβαλαν στην εντεινόμενη ύφεση στην οικονομία και στη διάβρωση του συστήματος πληρωμών των φορολογικών τους υποχρεώσεων από πολλούς φορολογούμενους ακόμη και στον ΦΠΑ. Ωστόσο, η πολύ ικανοποιητική υλοποίηση των Π2012 και Π2013 έχει αξιοσημείωτη συμβολή στην ουσιαστική βελτίωση του οικονομικού κλίματος στη χώρα και στην ενδυνάμωση των προοπτικών της για ανάκαμψη, ανάπτυξη και οριστική έξοδο από την κρίση, πού ήδη αποτελεί γεγονός στο 2ο 6μηνο 2013.
Τρίτον, ενδεχομένως το μεγαλύτερο επίτευγμα, ήταν η ουσιαστική επιβράδυνση της πτωτικής πορείας του ΑΕΠ της χώρας στο -3,7% το 2013, εν μέσω μάλιστα καταστροφικών για το οικονομικό κλίμα εκτιμήσεων για πτώση του κατά -4,8% έως και κατά -5,3% και με την Τρόικα να προβλέπει πτώση κατά -4,2%. Επιπλέον, η δυναμική αύξηση του εξωτερικού τουρισμού και η αναζωπύρωση της δραστηριότητας σε κλάδους σχετιζόμενους με τον τουρισμό και τις εξαγωγές αγαθών οδήγησαν στην πολύ σημαντική εξέλιξη της αύξησης της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και της σταθεροποίησης της ανεργίας ήδη από το 2013. Έτσι, η ανεργία θα διατηρηθεί στο 27% του εργατικού δυναμικού το 2013, παρά την συνεχή διατύπωση κατά τη διάρκεια του 2013 καταστροφικών για το οικονομικό κλίμα και για την ανάπτυξη οικονομίας και την αγορά εργασίας εκτιμήσεων για αύξησή της στο 34%.
Τέταρτον, εξίσου σημαντικά επιτεύγματα κατά το 2013 ήταν η εκ βάθρων αναδιάρθρωση, αναδιοργάνωση και ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων (4) μεγάλων συστημικών τραπεζών της χώρας και μάλιστα υπό την εξαιρετικά δυσμενή επίπτωση της κρίσης στο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία της Κύπρου. Η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας και η αναδιοργάνωση των τραπεζών (με σαφείς προοπτικές για πλήρη ιδιωτικοποίησή τους - μέσω της άσκησης των warrants που ήδη διαπραγματεύονται στην αγορά σε υψηλές τιμές), αναμένεται να αποτελέσουν τον βασικό μηχανισμό που θα συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας, μέσω της επιστροφής στην Ελλάδα των καταθέσεων των εγχώριων κατοίκων που τοποθετήθηκαν στο εξωτερικό στα προηγούμενα έτη. Η επιστροφή των καταθέσεων και η εισροή επιπλέον επιχειρηματικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, θα συμβάλλουν με τη σειρά τους και στην σταδιακή ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα δε προς τις ΜΜΕ, τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιηθούν με νέες επενδύσεις στους τομείς υποκατάστασης εισαγωγών.
Πέμπτον, κατά το 2013 σημειώθηκε αξιοσημείωτη περαιτέρω πρόοδος σε κρίσιμους τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που συμβάλουν ήδη στην εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Επίσης, το 2013 έχουν θεσπιστεί οι αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις για την επανέναρξη της κατασκευαστικής διαδικασίας στους 4-μεγάλους οδικούς άξονες της χώρας από τις αρχές του 2014 και, επιπλέον, έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες και οι μηχανισμοί που θα επιτρέψουν την ταχύτερη υλοποίηση των έργων ΣΔΙΤ και των δημοσίων και ιδιωτικών επενδυτικών έργων που συγχρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, έχουν επίσης αποκατασταθεί οι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων από το 2014 και έως το 2020. Αυτά τα σημαντικά δεδομένα, αναμένεται να συμβάλουν στην έγκαιρη ανάκαμψη και την υγιή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας - με θετική αύξηση του ΑΕΠ, άνω του 1,0% το 2014 και άνω του 3,0% στην περίοδο 2015-2020.
Υπήρξαν, ωστόσο, και αρνητικές επιδόσεις, εξελίξεις και επιπτώσεις της κρίσης που εξακολουθούν έως και το τέλος του 2013 να θέτουν σημαντικά εμπόδια στην αποκατάσταση σε φυσιολογικά επίπεδα του οικονομικού κλίματος στη χώρα και, ιδιαίτερα, της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Υπάρχουν ακόμη παράγοντες που εξακολουθούν να συμβάλλουν στη διατήρηση υψηλού επιπέδου αβεβαιότητας και στην παρεμπόδιση της πορείας εξόδου από την κρίση.
Σημειώνονται για παράδειγμα: α) Η χαμηλότερες του αναμενομένου επιδόσεις στον τομέα του περιορισμού του μεγάλου προβλήματος της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, παρά το ότι κάποια βελτίωση παρατηρείται στον τομέα αυτό τους τελευταίους μήνες. β) Η προφανής αποτυχία στην προσπάθεια εκλογίκευσης της φορολογίας των ακινήτων, μετά την αντικατάσταση του ΕΝΦΑ με τον ΕΝΦΙΑ + ΦΑΠ, και, επιπλέον, μετά την επιβολή φόρου υπεραξίας στα ακίνητα και στις μετοχικές και άλλες χρηματιστηριακές αξίες από το 2014, δηλαδή από το πιο κρίσιμο (μετά το 2013) έτος για την απολύτως αναγκαία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται ότι η επιβολή πέντε (5) διαφορετικών φόρων στα ακίνητα το 2014 οδήγησε στην περαιτέρω κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κατά το έτος αυτό με αποτέλεσμα την άμεση επίπτωση στην πτώση του ΑΕΠ κατά -1,7 π.μ. γ) Η κωλυσιεργία, ακόμη και σήμερα, στον τομέα της ριζικότερης εκλογίκευσης του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του δημόσιου τομέα με την εκλογίκευση του καθεστώτος μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (το οποίο ισχύει έως σήμερα ανεξαρτήτως αξιολογήσεων), την θεσμοθέτηση της αρχής της κινητικότητας για το σύνολο των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα και με την εφαρμογή της γενικής αρχής ανάκτησης του κόστους λειτουργίας των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων από τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών. Ειδικότερα, η επιβολή των νέων φόρων στην αγορά ακινήτων και στο χρηματιστήριο αποτελεί δραστικό αντικίνητρο για την εισροή κεφαλαίων στη χώρα από το εξωτερικό και για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της οικονομίας και τη δημοσιονομική προσαρμογή κατά το 2014. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η σημαντική αρνητική τους επίπτωση μπορεί να υπερκαλυφθεί τελικά αφενός από τη σημαντική μείωση του φόρου επί των μεταβιβάσεων ακινήτων που μπορεί να συμβάλλει στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και της οικονομίας και από την είσπραξη σημαντικών εσόδων, εντός του 2014, από τους ΦΑΠ του 2011, 2012 και 2013 που επιβλήθηκαν ταυτόχρονα το 2013, όπως προαναφέρθηκε, αλλά μεγάλο μέρος από τα έσοδα που θα αποδώσουν θα εισπραχθεί τελικά εντός του 2014 συμβάλλοντας στην ομαλή εκτέλεση του Π2014, παρά τα κενά των ΕΝΦΙΑ + ΦΑΠ.
Σημειώνεται, επίσης, ότι η βασική στρατηγική ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος της χώρας στηρίζεται: α) Στην δαιμονοποίηση των Μνημονίων και των προγραμμάτων προσαρμογής και στην παρουσίασή τους ως μηχανισμών καταστροφής της ελληνικής οικονομίας και ως υπαιτίων για τη μεγάλη μείωση των εγχώριων εισοδημάτων και την υπέρμετρη αύξηση της ανεργίας. Έτσι, οι αρνητικές επιπτώσεις που αντιμετωπίζει κάθε πολίτης, επιχείρηση, ή νοικοκυριό στην περίοδο της προσαρμογής μετά το σκάσιμο της φούσκας του υπερδανεισμού, της υπερκατανάλωσης, της πλεονάζουσας απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, της μη ανταγωνιστικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, της σπατάλης πόρων, της διαφθοράς και του εύκολου πλουτισμού έως το 2009, παρουσιάζονται, εμφανώς παραπλανητικά, ως αρνητικές επιπτώσεις από τα Μνημόνια. β) Στις υποσχέσεις για κατάργηση των Μνημονίων και των προγραμμάτων προσαρμογής και για επάνοδο στο 2009, δηλαδή στην εφαρμογή της πολιτικής των ανεξέλεγκτων παροχών στους πάντες, χωρίς την ανάγκη τήρησης των αναπόφευκτων εισοδηματικών περιορισμών. Οι περιορισμοί αυτοί, από εδώ και πέρα δεν είναι δυνατό να αγνοούνται από τις Κυβερνήσεις διότι δεν υπάρχει πια ξένος δανεισμός. Σημειώνεται δε ότι οι εισοδηματικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει η Ελλάδα διαμορφώνονται τώρα κατά περίπου € 70 δις χαμηλότερα από το 2009. Κατά περίπου € 30 δις ετησίως λόγω της αδυναμίας δανεισμού από το εξωτερικό και κατά επιπλέον € 40 δις ετησίως (σε σταθερές τιμές 2005) λόγω της μείωσης του εγχώριου ΑΕΠ. Με αυτά τα δεδομένα, ανάπτυξη με φούσκωμα της εγχώριας ζήτησης δεν είναι δυνατή είτε με το Ευρώ είτε με τη δραχμή. Είτε το θέλουμε είτε όχι από εδώ και πέρα θα ζούμε με ότι κερδίζουμε από αυτά που παράγουμε.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι τα Μνημόνια συνεννόησης υιοθετήθηκαν προκειμένου η Τρόικα να συγκατατεθεί στη συνέχιση της χρηματοδότησης των δημοσιονομικών και ιδιωτικών ελλειμμάτων της χώρας στην περίοδο της προσαρμογής μετά το σκάσιμο της φούσκας που προαναφέρθηκε. Χωρίς την χρηματοδότηση από τις χώρες στην Ζώνη του Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην περίοδο 2010-2013, το ΑΕΠ της χώρας θα καταποντιζόταν κατά τουλάχιστον 50% και δεν θα υπήρχε ουσιαστικά χρηματοοικονομικό σύστημα ήδη από το 2010. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τις συνέπειες μιας τέτοιας κατάστασης.
Η απολύτως αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή (διότι δεν έχουμε πια δυνατότητα δανεισμού από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσουμε τα ελλείμματα) και οι απολύτως αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (αφού τώρα η χώρα θα πρέπει να παράγει διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα για να έχει εισοδήματα και για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της) πραγματοποιήθηκαν σταδιακά και με οργανωμένο τρόπο. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε φάση ανάκαμψης και ανάπτυξης της οικονομίας της, με το δημόσιο χρέος της δραστικά μειωμένο και αναδιαρθρωμένο (επιμηκυμένο σε λήξεις έως το 2057) και με δραστικά μειωμένα επιτόκια για την εξυπηρέτησή του και με το ασφαλιστικό της σύστημα χωρίς μελλοντικά ελλείμματα και χρέη και με τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της στα ύψη”.