Σημαντικό πρόβλημα δημιουργείται από το πολιτικό κλίμα, «το οποίο παρουσιάζει στοιχεία πόλωσης και αντιπαραθέσεων, σε μια περίοδο μάλιστα που απαιτείται το αντίθετο: η σύμπλευση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε μια εθνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση και για την ανάπτυξη».
Αυτό επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιώργος Προβόπουλος, μιλώντας στην επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, τονίζοντας παράλληλα ότι η αποφυγή επιβολής νέων φόρων και επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων
Ανησυχίες για το 2014
«Είναι βάσιμο να δημιουργούνται ανησυχίες ότι το 2014, έτος εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οξυνθεί περαιτέρω, η πόλωση να κορυφωθεί και ο συγκερασμός απόψεων, που είναι προϋπόθεση για μια εθνική πολιτική, να γίνει ακόμη δυσχερέστερος. Αν συμβεί αυτό, η αβεβαιότητα θα ενταθεί και θα αποδυναμωθούν τα στοιχεία που στηρίζουν σήμερα θετικές προβλέψεις για το 2014», είπε.
Ο κ. Προβόπουλος σημείωσε πως «η ανάκαμψη απαιτεί συνέχιση και ένταση της προσπάθειας, σήμερα όμως υπάρχει η δυνατότητα να ανακοπεί η πτωτική πορεία».
«Η προσπάθεια ωστόσο δεν έχει ολοκληρωθεί και η σταθεροποίηση που καταγράφεται είναι ακόμη εύθραυστη. Είναι εθνική ανάγκη να διαφυλαχθούν όσα έχουν επιτευχθεί με τόσο μεγάλο κόστος, να αποτραπούν οπισθοδρομήσεις και να καλυφθεί η απόσταση που απομένει. Μας απομένει το τελευταίο δύσκολο μίλι για να εμπεδωθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας».
Όπως αναφέρει ο κ. Προβόπουλος, η ανάκαμψη θα στηριχθεί:
α) στην επιβράδυνση της πτώσης της κατανάλωσης, καθώς προβλέπεται ότι θα ανακοπεί η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος,
β) στη θετική συμβολή της εξωτερικής ζήτησης, που θα ενισχυθεί από τις εξαγωγές αγαθών και τουριστικών υπηρεσιών,
γ) στη μικρή άνοδο των επιχειρηματικών επενδύσεων σε κατασκευές, πλην κατοικιών, όπως προκύπτει από τη βελτίωση των δεικτών επενδυτικής ζήτησης,
δ) στην ταχύτερη αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων και πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση αφενός των επενδύσεων στις υποδομές και αφετέρου των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και
ε) στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων.
Η ανάκαμψη θα επηρεάσει θετικά την απασχόληση. Το μέσο ετήσιο επίπεδο του ποσοστού ανεργίας το 2014 αναμένεται να υποχωρήσει.
Ο διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε και στη Βουλή ότι η επαλήθευση των θετικών προοπτικών για το 2014 αλλά και η πορεία της οικονομίας στο μέλλον υπόκεινται σε ισχυρές αβεβαιότητες. «Σημαντικό πρόβλημα δημιουργείται από το κοινωνικοπολιτικό κλίμα, το οποίο παρουσιάζει στοιχεία πόλωσης και αντιπαραθέσεων, σε μια περίοδο που απαιτείται το αντίθετο: η σύμπλευση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε μια εθνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση και για την ανάπτυξη.
Είναι συνεπώς βάσιμο να δημιουργούνται ανησυχίες ότι το 2014, έτος εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οξυνθεί περαιτέρω, η πόλωση να κορυφωθεί και ο συγκερασμός απόψεων να γίνει ακόμη δυσχερέστερος. Αν συμβεί αυτό, η αβεβαιότητα θα ενταθεί και θα αποδυναμωθούν, αν δεν ακυρωθούν, τα στοιχεία που στηρίζουν σήμερα θετικές προβλέψεις για το 2014. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έχει καθοριστική σημασία να παραμείνει η οικονομική πολιτική προσηλωμένη στην πραγματοποίηση των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων».
Όπως αναλύεται στην Έκθεση η οικονομική πολιτική πρέπει:
- να συνεχίσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, να επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί και να εξασφαλίσει βιώσιμα και διευρυνόμενα πρωτογενή πλεονάσματα
- να επιταχύνει τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης της οικονομίας με στόχο τη μεταφορά επενδυτικών πόρων και θέσεων εργασίας προς τομείς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αλλαγή δηλαδή του αναπτυξιακού προτύπου.
Ο κ. Προβόπουλος σημειώνει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έπρεπε σε αύξηση της φορολογίας, η οποία οδήγησε σε σημαντική επιβάρυνση των φορολογουμένων και σε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εξ αρχής υποστηρίξει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε να επικεντρωθεί στη μείωση των δαπανών κατά τα δύο τρίτα και να επιδιώξει αύξηση των εσόδων κατά το ένα τρίτο με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Γι’ αυτό και καλεί για περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η οποία θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και όχι από την επιβολή νέων φόρων ή τη συνεχή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη φορολογουμένων. Αν υπάρξει πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση, διευρύνονται οι δυνατότητες να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των ήδη φορολογουμένων που έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Ο κ. Προβόπουλος επανέλαβε ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης πέραν από τον τραπεζικό τομέα.
Πρώτον, δανεισμός από τις αγορές εταιρικών ομολόγων. Η αναθεώρηση του νομικού πλαισίου που διέπει τα ομολογιακά δάνεια στην Ελλάδα θα μπορούσε να δώσει ώθηση στη δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς εταιρικών ομολόγων για μικρότερες εταιρίες με περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Δεύτερον, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Καθώς η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ενισχύεται, οι εγχώριες εταιρίες θα αποκτούν μεγαλύτερη πρόσβαση στις αγορές για χρηματοδότηση.
Τρίτον, πόροι από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ. Την περίοδο 2000-2008, οι ελληνικές επιχειρήσεις απορρόφησαν πόρους της τάξεως του 1,6% του ΑΕΠ ετησίως για χρηματοδότηση επενδύσεων. Το 2013, οι πόροι από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ υπολογίζονται σε 4,2 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ).
Τέταρτον, πόροι από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Το 2013-14, η ΕΤΕπ προβλέπεται να συγχρηματοδοτήσει μέσω εμπορικών τραπεζών δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις ύψους 1,4 δισ. ευρώ.
Το επόμενο κρίσιμο βήμα για το τραπεζικό σύστημα είναι ο σχεδιασμός ενός μακροχρόνια βιώσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος. Είναι προφανές ότι κάθε τράπεζα ξεκινά από διαφορετική αφετηρία. Ωστόσο, οι βασικοί άξονες του σχεδιασμού πρέπει να είναι κοινοί και να επικεντρώνονται: στον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας και γενικότερα στην εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου μέσω οργανικής κερδοφορίας, στην απεμπλοκή από μη αμιγώς τραπεζικές εργασίες, στον επανασχεδιασμό των δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, στην ενεργό διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού και στην ορθή τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών.