Της Δήμητρας Μανιφάβα
«Κίτρινη κάρτα» στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας για το «πάγωμα» των πλειστηριασμών α’ κατοικίας έβγαλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υποστηρίζοντας αφενός ότι μπορεί να είναι κοινωνικά άδικο και να προκαλεί ηθικό κίνδυνο και αφετέρου μη βιώσιμη λύση για την αντιμετώπιση των υψηλών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το Υπουργείο Οικονομίας δεν έχει αντιδράσει μέχρι στιγμής για τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ η οποία δημοσιοποιήθηκε το Μεγάλο Σάββατο. Ωστόσο, εάν αυτό θα κατατεθεί τελικά στη Βουλή και μάλιστα με αλλαγές που θα λαμβάνουν υπόψη τους τις παρατηρήσεις της ΕΚΤ είναι πολύ πιθανό ότι θα εξαρτηθεί από την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι το υπουργείο επαναλάμβανε σε κάθε περίσταση ότι η γνωμοδότηση της ΕΚΤ δεν είναι δεσμευτική, έως σήμερα δεν είχε προβεί στην κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή.
Το ίδιο άλλωστε υπονοεί στο τέλος της γνωμοδότησής της η ΕΚΤ, καθώς σημειώνει μεν ότι το νομοσχέδιο καταρχήν δεν φαίνεται να συνάδει με τις δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης στις οποίες εδράζεται η κύρια σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, όμως η οριστική αξιολόγησή του θα γίνει στο πλαίσιο των διεργασιών που ακόμη βρίσκονται σε εξέλιξη μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι «η γενικευμένη αναστολή των πλειστηριασμών έχει δυσμενή αντίκτυπο στη νοοτροπία των πληρωμών στην Ελλάδα και, μάλιστα, αποτέλεσε ένα από τα βασικά προσκόμματα στην αποτελεσματική διαχείριση και διευθέτηση του πολύ μεγάλου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των ελληνικών τραπεζών. Η ένδεια αποτελεσματικών εργαλείων για την επιτυχή διαχείριση των ΜΕΔ από τις τράπεζες θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα ΜΕΔ και χρέους του ιδιωτικού τομέα, τα οποία με τη σειρά τους έχουν δυσμενή αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παράλληλα, τα υψηλά επίπεδα χρέους επιδρούν αρνητικά και στον προγραμματισμό των δαπανών των νοικοκυριών, συντελώντας στην υποχώρηση της ζήτησης νέων πιστώσεων και εν γένει της οικονομικής δραστηριότητας». Και προσθέτει λίγο πιο κάτω: «Είναι πιθανό ότι οι σχετικές απαγορεύσεις τις οποίες προβλέπει το σχέδιο νόμου θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για όσους οφειλέτες δεν χρήζουν πράγματι προστασίας , προκειμένου αυτοί είτε να παύσουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους είτε να συνεχίσουν να τις εκπληρώνουν σε δραστικά μειωμένη βάση, ακόμη και όταν είναι σε θέση να τις εκπληρώσουν στο ακέραιο».
Η ΕΚΤ τονίζει ακόμη ότι «αυτή η πλημμελώς στοχευμένη απαγόρευση των πλειστηριασμών είναι πιθανόν να εκληφθεί και ως κοινωνικά άδικη. Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα, η οποία κατά το σχέδιο νόμου αποτελεί τον σκοπό του, είναι κάτι το οποίο η ΕΚΤ, όπως και τα θεσμικά όργανα, βεβαίως κατανοεί. Προτιμότερη λύση για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού θα ήταν η ανάπτυξη ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας, η οποία θα ήταν αποτελεσματικότερη και δεν θα προκαλούσε τις προαναφερθείσες δυσμενείς επιπτώσεις. Οι απαγορεύσεις των πλειστηριασμών που είναι καίρια στοχευμένες προς ευπαθή νοικοκυριά θα μπορούσαν, υπό όρους που περιορίζουν τις ως άνω δυσμενείς επιπτώσεις, να προβλεφθούν ως ρυθμίσεις ενταγμένες στο πλαίσιο της ανάπτυξης του δικτύου κοινωνικής προστασίας».
Η ΕΚΤ θεωρεί ότι το νομοσχέδιο υπονομεύει τη μελλοντική πιστωτική ανάπτυξη και προχωρά σε προτάσεις-συστάσεις προς την ελληνική κυβέρνηση: «Η αποτελεσματική διαχείριση και διευθέτηση των ΜΕΔ έχει πρωταρχική σημασία για την οικονομική ανάκαμψη και πρέπει να βασίζεται σε ένα άρτιο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού και εκτέλεσης που απαιτεί τις συντονισμένες ενέργειες περισσότερων φορέων. Αξιοποιώντας περαιτέρω τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση των πλαισίων διευθέτησης του χρέους επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων καθώς και τις δεσμεύσεις στις οποίες εδράζεται η κύρια σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης (ΚΣΧΔ) μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο ως άνω στρατηγικός σχεδιασμός θα πρέπει να εστιάζει σε πολιτικές που μπορούν να συμβάλουν περαιτέρω στη βιώσιμη διαχείριση του χρέους. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, την οργάνωση δικτύου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών για θέματα διαχείρισης οφειλών και εκστρατειών ενημέρωσης, καθώς και την ανάπτυξη ενός μόνιμου δικτύου κοινωνικής προστασίας ευπαθών ιδιοκτητών ακινήτων που χρησιμεύουν ως κατοικίες».
Τέλος η ΕΚΤ συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση να εκτιμήσει διεξοδικά τις επιπτώσεις του νομοσχεδίου στις τράπεζες.
Υπενθυμίζεται ότι το νομοσχέδιο προέβλεπε απαγόρευση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπό την προϋπόθεση ο οφειλέτης να πληροί σωρευτικά τα παρακάτω κριτήρια:
-Η αντικειμενική αξία της πρώτης ή κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει τα 300.000 ευρώ
-Το ετήσιο εισόδημα θα πρέπει να ανέρχεται έως 50.000 ευρώ.
-Η συνολική αξία κινητής και ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500.000 ευρώ, εκ των οποίων η αξία της κινητής περιουσίας (π.χ. καταθέσεις) δεν μπορεί να είναι πάνω από 30.000 ευρώ.