H Eurobank, σε νέα έκδοση του περιοδικού της δελτίου Greece Macro Monitor με τίτλο «Grexit: γιατί δεν θα συμβεί» αναλύει τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δε θα βγει από την Ευρωζώνη.
Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκαν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας κ.κ. Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, Δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Ανώτερος Οικονομολόγος, και Στυλιανός Γ. Γώγος, Οικονομικός Αναλυτής.
Η μελέτη απέχει από την ανάλυση των νομικών και τεχνικών επιπλοκών που ενδεχομένως σχετίζονται με κάποια από τα υπό εξέταση σενάρια.
Στηρίζεται σε αμιγώς οικονομικά επιχειρήματα και εξηγεί για ποιους λόγους η αθέτηση πληρωμών προς τους κατόχους ελληνικού δημόσιου χρέους ή ακόμη και έξοδος από την ζώνη του ευρώ θα ήταν καταστροφική για την χώρα αλλά και αποσταθεροποιητική για το οικοδόμημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Πιο αναλυτικά, η έκθεση ρίχνει μια σύντομη ματιά στη διαχρονική εξέλιξη σειράς νομισματικών ενώσεων στη σύγχρονη ιστορία (καθώς και σε προηγούμενα επεισόδια διάλυσης ή μονομερούς εξόδου κάποιων εκ των κρατών-μελών τους) με στόχο την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Κατόπιν αναλύει το δυνητικό κόστος και τα οφέλη που εκπορεύονται από τη συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και εξηγεί για ποιο λόγο δεν υπάρχει σαφές ιστορικό προηγούμενο για την ΟΝΕ, η οποία, πάνω απ' όλα, αποτελεί πολιτικό οικοδόμημα.
Στη συνέχεια, αξιολογεί εν συντομία τα προγράμματα προσαρμογής που εφαρμόστηκαν την τελευταία 5ετία σε οικονομίες της λεγόμενης περιφέρειας της Ευρωζώνης και εξηγεί γιατί τα προγράμματα αυτά δεν έχουν εξαλείψει πλήρως τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην κρίση χρέους της ΟΝΕ.
Στην τρέχουσα συγκυρία, η αποκατάσταση θετικών και βιώσιμων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί το κύριο ζητούμενο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της περιφέρειας της Ευρωζώνης με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, την ενίσχυση των φορολογικών εσόδων και την αύξηση της ποσότητας (και ποιότητας) των τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού και ενεχύρων.
Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι οικονομίες αυτές είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους του ευρωπαϊκού Βορρά.
Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές έχουν συσσωρεύσει υψηλά επίπεδα δημόσιου (ή / και ιδιωτικού) χρέους τα οποία, ελλείψει δραστικών αναδιαρθρώσεων, συνεχίζουν να δυσχεραίνουν τις προσπάθειες εξόδου από το φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού δανεισμού.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα ανωτέρω, η μελέτη ρίχνει μια προσεκτική ματιά στα προβλήματα υψηλού δημοσίου χρέους και χαμηλής ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας και εξηγεί γιατί μια στάση πληρωμών ή/και έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν μια εξαιρετικά αντιπαραγωγική (και, στην πραγματικότητα, άκρως επικίνδυνη) στρατηγική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.
Μεταξύ άλλων, η μελέτη σημειώνει ότι άνω του 95% του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σήμερα σε ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος του (άνω το 80%) έχει συναφθεί σε ξένο δίκαιο. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι μια χρεοκοπία θα εξέθετε τη χώρα σε τεράστια νομική αβεβαιότητα και τον κίνδυνο δαπανηρών και χρονοβόρων διαδικασιών για την επίλυση μεγάλων νομικών διαφορών με τους διεθνείς πιστωτές.
Επιπλέον, σε περίπτωση εξόδου από την ΟΝΕ, η μετατροπή των εγχώριων συμβάσεων και συμβατικών απαιτήσεων (πχ. τραπεζικά δάνεια και καταθέσεις) στο νέο εθνικό νόμισμα θα ήταν ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητική για τους καταθέτες, το τραπεζικό σύστημα, το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον και, ιδιαίτερα, τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί κατά κύριο λόγο πρόβλημα υψηλότερου σχετικού μισθολογικού κόστους σε σχέση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους. Αντ' αυτού, αντανακλά κυρίως σειρά άλλων παραγόντων που συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας.
Οι στρεβλώσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπισθούν με σαρωτικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στο εσωτερικό κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο.
Συμπερασματικά, μια εξωτερική υποτίμηση (δηλ. μέσω εξόδου από την Ευρωζώνη και υιοθέτησης νέου νομίσματος) δεν θα επέλυε τα ανωτέρω προβλήματα μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα καθώς θα υπονόμευε τη σταθερότητα και την ποιότητα του εγχώριου θεσμικού περιβάλλοντος, θα αποσταθεροποιούσε την εγχώρια παραγωγική βάση (η οποία εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλο εισαγωγικό περιεχόμενο) και θα αποδυνάμωνε την όποια ορμή και διάθεση για δομικές μεταρρυθμίσεις.
Με στόχο την στήριξη των ανωτέρω απόψεων, η έκθεση παρουσιάζει μια σύντομη αναδρομή σε σειρά σημαντικών υποτιμήσεων της δραχμής που έλαβαν χώρα τη μεταπολεμική περίοδο και εξηγεί γιατί αυτές απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας σε μακροχρόνια βάση.