Η νέα ανάλυση της Berenberg Bank με τίτλο «ύφεση του Τσίπρα» αναφέρει ότι ελάχιστα λάθη τακτικής είναι πιο δαπανηρά από τον κλονισμό της εμπιστοσύνης. «Δυστυχώς, αυτό είναι ένα από τα λίγα πράγματα που έχει κάνει μέχρι τώρα η λαϊκιστική κυβέρνηση συνασπισμού της Ελλάδας,» γράφει.
«Το ότι οι αριστεροί-δεξιοί λαϊκιστές στην Αθήνα έχουν εκνευρίσει τους διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας, είναι το μικρότερο των προβλημάτων. Πολύ χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση έχει προκαλέσει την υποχώρηση της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό,» προσθέτει.
«Όσοι ήθελαν να ξεφορτωθούν την τρόικα, θα πρέπει τώρα να αποδεχθούν μια πιο παρεμβατική εποπτεία από τους θεσμούς. Με την εμπιστοσύνη να έχει κλονιστεί, οι πιστωτές θα επιμείνουν να ελέγχουν πώς εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις από αρκετά κοντά».
Σύμφωνα με την ανάλυση, το κενό μεταξύ της ανάπτυξης του 3% και της μικρής συρρίκνωσης, είναι τεράστιο. Σημαίνει ότι περίπου 100.000 θέσεις εργασίας, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί με την πάροδο του έτους, δεν θα υπάρχουν στην Ελλάδα. Παρεμποδίζει τις δημοσιονομικές προοπτικές. Με μια ισχυρή ανάκαμψη ύστερα από μια βαθιά κρίση, η Ελλάδα δεν θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από μια προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM με χαλαρούς όρους, μετά από την λήξη του παλαιού προγράμματος στήριξης.
Όπως εκτιμά η Berenberg, παρά τα σοβαρά ρίσκα, συνεχίζει να δίνει πιθανότητα 70% ότι ο Αλ. Τσίπρας θα κάνει επαρκείς «κωλοτούμπες» στο τέλος για να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ. Ενώ διεξάγονται έντονες διαπραγματεύσεις σε διάφορα επίπεδα, η τράπεζα εκτιμά ότι με λίγη τύχη θα ακούσουμε στις αρχές της εβδομάδας για περαιτέρω πρόοδο, πιθανώς οδηγώντας σε μια πρώτη συμφωνία στο τέλος Μαΐου.
Ενώ οι διαφορές παραμένουν τεράστιες, οι διαπραγματεύσεις φαίνεται τελικά να αντιμετωπίζουν τα ακανθώδη ζητήματα των μεταρρυθμίσεων του εργασιακού και του συνταξιοδοτικού. «Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις αφορούν την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος διάσωσης που λήγει στο τέλος Ιουνίου, ενώ εκκρεμεί μία δόση των 7,2 δισ. ευρώ. Μόλις ολοκληρωθούν, αυτές οι συνομιλίες θα πρέπει να ακολουθηθούν από αντίστοιχα δύσκολες συζητήσεις για ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης και από τακτικές αξιολογήσεις προόδου, που θα μπορούσαν και πάλι να αποδειχθούν πολύ αμφιλεγόμενες.»
Αυτό με την σειρά του θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάκαμψη της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και των επενδύσεων και την επιστροφή κεφαλαίου που θα πρέπει να ακολουθήσει μετά από μια συμφωνία με τους πιστωτές. Επίσης, η κυβέρνηση στέλνει πολλά λάθος σημάδια. Την επαναπρόσληψη 13.000 εργαζομένων του δημοσίου, την επαναλειτουργία της παλαιάς ΕΡΤ, την αντιστροφή ζωτικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, επιτρέποντας ξανά στους φοιτητές να παραμένουν για πάντα, και την διάλυση των ρεαλιστικών αξιολογήσεων των επιδόσεων στο δημόσιο τομέα.
«Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συχνά βάζει το συμφέρον του δικού του πελατειακού πυρήνα πρώτα (συνδικάτα, εργαζόμενοι του δημοσίου, ριζοσπαστικοί φοιτητές). Με τον δικό του τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι συνεχίζει τις θλιβερής, προ μεταρρυθμίσεων παραδόσεις. Εάν συμβεί αυτό, ένας ανεπαρκώς μεταρρυθμισμένος δημόσιος τομέας θα συνεχίσει να αποτελεί τροχοπέδη για τις οικονομικές προοπτικές».
Με λίγα λόγια, ακόμη κι αν ο Αλ. Τσίπρας τελικά καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της Ελλάδας, και ως εκ τούτου δώσει τέλος στην ύφεση την οποία ο ίδιος προκάλεσε, τονίζει η Berenberg, η μελλοντική ανάκαμψη πιθανώς θα είναι πιο ρηχή από εκείνη της Ισπανίας, μέχρι η Ελλάδα να καταφέρει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. «Ο λαϊκισμός δεν έρχεται χωρίς κόστος,» καταλήγει η ανάλυση.