Τα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης, η αποτυχημένη προσπάθεια να ανταγωνισθεί τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street και, πιο πρόσφατα, η ματαιωθείσα συγχώνευση με την Commerzbank σημαίνουν ότι η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα βρίσκεται ακόμη σε μία κατάσταση ανάκαμψης, μία δεκαετία και πλέον από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η τελευταία προσπάθεια, υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Κρίστιαν Ζέβινγκ, αφορά την μείωση κατά 18.000 των θέσεων εργασίας, τη συρρίκνωση της επενδυτικής της τράπεζας και την εστίασή της στις επιχειρήσεις και πελάτες με μεγάλη περιουσία. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, εμποδίζεται από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και τα πολύ χαμηλά επιτόκια στην Ευρωζώνης.
Για τους αναλυτές και τους επενδυτές, η ικανότητα της Deutsche να έχει έσοδα αποτελεί μία μεγάλη ανησυχία, καθώς η τράπεζα έχει αναθεωρήσει πολλές φορές πτωτικά τις προβλέψεις της. Τα έσοδά της μειώθηκαν 4% στο τέταρτο τρίμηνο στα 5,3 δισ. ευρώ και κατά 8% για όλο το 2019 στα 23,2 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο δείχνουν επίσης μία πτώση 5% στον κλάδο των επιχειρήσεων και 4% σε αυτόν των μεγάλων πελατών. Ο κερδοφόρος κλάδος συναλλαγών σε ομόλογα εκτινάχθηκε 31%, μία μεγάλη βελτίωση, αλλά μικρότερη σε σχέση με τα κέρδη που είχαν ορισμένες αμερικανικές τράπεζες.
Η Deutsche στοχεύει σε ετήσια έσοδα 24,5 δισ. ευρώ έως το 2022, ενώ ανέφερε ότι το σχέδιο για τη μείωση των δαπανών της είναι σε τροχιά, με τους εργαζόμενούς της σε όλο τον κόσμο να έχουν μειωθεί περισσότερο από 4.100 πέρυσι στο ισοδύναμο των 87.597 εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.
Η τράπεζα ανακοίνωσε χθες ότι μείωσε στο μισό τα μπόνους των μελών του Συμβουλίου της για το 2019 και έκανε γνωστό στο προσωπικό της ότι θα καθυστερήσει λίγους μήνες τις αυξήσεις των μισθών. Επιδιώκοντας να αποκαταστήσει της σχέσεις της με το Βερολίνο και το κοινό, η τράπεζα διόρισε την περασμένη εβδομάδα στο εποπτικό συμβούλιό της τον πρώην υπουργό της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος κάποτε είχε επικρίνει τη Deutsche ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο βασίζεται στην κερδοσκοπία.