Για σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας από την ΕΚΤ έκανε λόγο ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Luis de Guindos, σε συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική ηλεκτρονική ισπανική εφημερίδα El Confidencial και δημοσιοποιήθηκε και στην ισοτσελίδα της ΕΚΤ την Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου 2021. Ωστόσο, σημείωσε πως η πανδημία αφήνει και διαρθρωτικές πληγές σε διάφορους τομείς όπως στην αγορά εργασίας και στις μικρότερες επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να επουλωθούν.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε πως «…οι επόμενοι 18 έως 24 μήνες θα χαρακτηρισθούν από τις προσπάθειες να αφήσουμε πίσω μας τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και να ελαχιστοποιήσουμε τις διαρθρωτικές επιπτώσεις της».
Πρόσθεσε ότι ορισμένες από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις έχουν μετριαστεί επιτυχώς, αλλά η πανδημία θα αφήσει διαρθρωτικές όπως για παράδειγμα ότι ο μέσος λόγος χρέους προς το ΑΕΠ στη ευρωζώνη θα αυξηθεί κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης η πανδημία αφήνει πίσω της πληγές στην αγορά εργασίας, μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ προηγμένων και αναδυόμενων οικονομιών και μεταξύ μικρομεσαίων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Επίσης, είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στους εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος και στις γυναίκες.
Σχετικά με τα μέτρα στήριξης τα οποία ήταν τρία α) ρευστότητας, μέσω των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης ή των TLTRO, β) αγορές περιουσιακών στοιχείων ομολόγων κλπ και γ) αλλαγές στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας για να μπορέσουν οι τράπεζες να ελευθερώσουν κεφάλαια και να αυξήσουν την ικανότητα δανεισμού τους, αυτά θα αρχίζουν να αποσύρονται καθώς όπως είπε «κοιτάζοντας την ευρωπαϊκή οικονομία η ανάκαμψη ήταν πολύ ισχυρή το δεύτερο τρίμηνο» και «πιστεύουμε ότι θα συνεχίσει να είναι αρκετά ισχυρή το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο». Ο ίδιος επεσήμανε ότι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι σε θέση να ανακτήσει τα εισοδήματά της πριν από την πανδημία μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους ή τις αρχές του επόμενου έτους.
Αποφάσεις μέσα στο Σεπτμέμβριο
Εξήγησε ότι «θα έχουμε νέες προβολές τις επόμενες ημέρες και θα λάβουμε τις αποφάσεις μας ανάλογα».
Ανέφερε επίσης πως τον Σεπτέμβριο «θα πρέπει να αποφασίσουμε για τον όγκο των αγορών για το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Εάν ο πληθωρισμός και η οικονομία ανακάμψουν, τότε λογικά θα υπάρξει μια σταδιακή εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής, καθώς και της δημοσιονομικής πολιτικής επίσης».
Σχετικά με τις αβεβαιότητας σημείωσε πως η κύρια είναι ο αντίκτυπος που θα είχε η παραλλαγή Δέλτα του ιού. «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι δεν έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο όσο είχαμε προβλέψει πριν από τέσσερις μήνες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι οι κυβερνήσεις απάντησαν με λιγότερους περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα από ό, τι περιμέναμε», εξήγησε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ.
Ανησυχεί η φούσκα στα ακίνητα
Απαντώντας σε ερώτηση για κάποιες φούσκες σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία είπε πως «υπάρχουν ορισμένοι τομείς στην ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων, όπως τα ακίνητα κατοικιών, όπου παρατηρούμε αύξηση των τιμών. Αυτές οι περιπτώσεις πολύ συγκεκριμένων τομέων, οι οποίες ωστόσο αρχίζουν να γίνονται πιο συχνές, πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω μακροπροληπτικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο διότι δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί ως προς αυτό».
Περί συγχωνεύσεων τραπεζών
Για τις τράπεζες ρωτήθηκε για τις συγχωνεύσεις στην Ισπανία, τις οποίες ενθάρρυνε όταν ήταν υπουργός. Απάντησε ότι ήταν χαμηλή η κερδοφορία στον τραπεζικό τομέα και η ενοποίηση είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της κερδοφορίας μέσω εξοικονόμησης κόστους. Εξήγησε ότι είναι όμως ένα εργαλείο και όχι αυτοσκοπός και πως η αγορά, όχι η ΕΚΤ, είναι αυτή που λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την ενοποίηση των τραπεζών.
Πρόσθεσε πως αυτό που έχει εντοπίσει η ΕΚΤ γενικότερα στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Ισπανία - είναι ένα περιβάλλον χαμηλής κερδοφορίας, πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και υπερβολικού κόστους. Και επανέλαβε ότι η ενοποίηση είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιφέρει βελτιώσεις σε αυτούς τους τομείς.