Σε δεινή θέση έχει περιέλθει η μεγάλη ελβετική τράπεζα Credit Suisse έπειτα από τεράστια διαρροή εγγράφων που σχετίζονται με περίπου 30.000 πελάτες, με τα δεδομένα να αποκαλύπτουν ένα "εγκληματικό πελατολόγιο". Πρόκεται για μία από τις μεγαλύτερες διαρροές τραπεζικών δεδομένων που έγινε ποτέ, η οποία έδειξε ότι η πανίσχυρη ελβετική τράπεζα συμμάχησε με τους ισχυρούς της διαφθοράς, τους οποίους και κάλυπτε. Τον κρυμμένο πλούτο των πελατών της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse αποκαλύπτει η δημοσιοποίηση των δεδομένων, στην οποία προχώρησαν διεθνή ΜΜΕ και το Δίκτυο Έρευνας Διαφθοράς και Οργανωμένου Εγκλήματος (OCCRP). Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις, η τράπεζα διαθέτει πελάτες που εμπλέκονται σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών, εγκλήματα διαφθοράς και άλλα σοβαρά αδικήματα.
Τα τραπεζικά δεδομένα διέρρευσαν από ανώνυμο πληροφοριοδότη στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, έφεραν στη δημοσιότητα και άλλα μεγάλα διεθνή μέσα, όπως οι New York Times και ο Guardian . Τα στοιχεία δίνουν λεπτομέρειες 18.000 λογαριασμών που συνδέονται με 30.000 πελάτες της Credit Suisse σε όλο τον κόσμο. Αθροιστικά, ο πλούτος ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα μεγάλα ΜΜΕ περιλαμβάνουν δεδομένα από το 1940 έως και την περασμένη δεκαετία, δείχνοντας ότι η τράπεζα δεν πέτυχε να τηρήσει της δεσμεύσεις της να απομακρύνει και να αποκαλύψει σκοτεινούς πελάτες και παράνομα κεφάλαια.
Ανάμεσα στους εγκληματίες που φέρονται ότι ξέπλυναν χρήματα μέσω της ελβετικής τράπεζας περιλαμβάνονται ένας εμπλεκόμενος σε εμπόριο ανθρώπων από τις Φιλιππίνες, ένα αφεντικό του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ που φυλακίστηκε για δωροδοκία, ένας δισεκατομμυριούχος που διέταξε τη δολοφονία της φίλης του Λιβανέζας ποπ σταρ, στελέχη που διέλυσαν την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, καθώς και διεφθαρμένοι πολιτικοί από την Αίγυπτο μέχρι την Ουκρανία.
Από τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν δεν προκύπτει εμπλοκή ατόμου από την Ελλάδα. Αντίθετα, δείχνουν ότι ένας λογαριασμός ιδιοκτησίας του Βατικανού χρησιμοποιήθηκε για να δαπανηθούν 350 εκατ. ευρώ σε μια αμφιλεγόμενη επένδυση σε ακίνητα στο Λονδίνο που σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συνεχιζόμενης ποινικής δίκης.
Απαντώντας, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας με μεγάλο κύκλο εργασιών παγκοσμίως υποστηρίζει ότι οι κατηγορίες είναι «κυρίως ιστορικές» και πως «τα όσα δημοσιεύονται είναι βασισμένα σε ανακριβείς ή επιλεκτικές πληροφορίες που ελήφθησαν εκτός πλαισίου και δημιουργούν προκλητικές ερμηνείες για τις εργασίες της τράπεζας».
«Η Credit Suisse απορρίπτει σθεναρά τους ισχυρισμούς και τα συμπεράσματα σχετικά με τις υποτιθέμενες επιχειρηματικές πρακτικές της τράπεζας», ανέφερε σε ανακοίνωσή της, υποστηρίζοντας ότι τα θέματα που αποκαλύφθηκαν από τους δημοσιογράφους βασίζονται σε «επιλεκτικές πληροφορίες». Σύμφωνα με την τράπεζα, ορισμένες υποθέσεις χρονολογούνται σε εποχές που «οι νόμοι, οι πρακτικές και οι προσδοκίες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ήταν πολύ διαφορετικές από εκεί που βρίσκονται σήμερα».