Η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε πως διατηρεί αμετάβλητο το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα για το β' τρίμηνο του 2022 στο «μηδέν τοις εκατό» (0%), με ημερομηνία έναρξης ισχύος την 1η Απριλίου 2022. Το ποσοστό αυτό ορίστηκε για πρώτη φορά το α΄ τρίμηνο του 2016 και παραμένει μηδενικό έκτοτε.
Σύμφωνα με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 202/1/11.03.2022, η οποία καθορίζει τη διαδικασία εφαρμογής και τη μεθοδολογία καθορισμού του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη την τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ, τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας και, κυρίως, πρόσθετους δείκτες για τη συσσώρευση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.
Ο οδηγός αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στη Σύσταση ΕΣΣΚ/2014/1 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB), είναι «μηδέν», δεδομένου ότι η τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ παραμένει αρνητική από το γ' τρίμηνο του 2012 και, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το γ' τρίμηνο του 2021 διαμορφώθηκε σε -15,1 εκατοστιαίες μονάδες.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει και ορισμένους πρόσθετους δείκτες για τη δημιουργία και συσσώρευση του κυκλικού συστημικού κινδύνου, που αφορούν τις πιστωτικές εξελίξεις, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τη δυνητική υπερεκτίμηση των τιμών των ακινήτων, την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τις εξωτερικές ανισορροπίες και την τιμολόγηση του κινδύνου. Η ανάλυση των πρόσθετων δεικτών επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης και συνάδει με τη διατήρηση του υφιστάμενου επιπέδου του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (0%) για το β΄ τρίμηνο του 2022.
Τι είναι το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (CCyB)
Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας αποβλέπει στην αντιμετώπιση της υπερκυκλικότητας (procyclicality) της πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης, δηλαδή στη διαμόρφωση κατάλληλου επιπέδου πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης, τόσο στην ανοδική όσο και στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου. Το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας καθορίζεται σε ύψος από 0% έως 2,5% (και άνω του 2,5% σε εξαιρετικές περιπτώσεις). Εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο των ιδρυμάτων (πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων) που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο στην Ελλάδα.
Στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, ο καθορισμός του ποσοστού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας άνω του 0% δημιουργεί ένα απόθεμα κεφαλαίων πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα στο πλαίσιο της μικροπροληπτικής εποπτείας. Έτσι επιτυγχάνεται η πρόληψη και ο περιορισμός της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης. Αντίθετα, στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου, η μείωση του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας μπορεί να ενθαρρύνει την παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε τη μεθοδολογία για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε τριμηνιαία βάση, η οποία στηρίζεται στη Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ΕΣΣΚ/2014/1.
Σύμφωνα με αυτή τη μεθοδολογία, το εκάστοτε ποσοστό αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το δείκτη “τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ”. Ο δείκτης αυτός εκφράζει την απόκλιση του λόγου των πιστώσεων προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) από τη μακροπρόθεσμη τάση του.
Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει και ορισμένους πρόσθετους δείκτες για την παρακολούθηση της δημιουργίας και συσσώρευσης του κυκλικού συστημικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, εξετάζονται δείκτες που παρακολουθούν τις πιστωτικές εξελίξεις, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τη δυνητική υπερεκτίμηση των τιμών των ακινήτων, την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τιμολόγηση του κινδύνου και τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Από την 1η Ιανουαρίου 2016 έως σήμερα, το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα έχει καθοριστεί στο 0%, δηλαδή στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, και επομένως δεν επηρεάζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας λαμβάνονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.