Σημαντικά χαμηλότερες τιμές στόχους θέτει για τις ελληνικές τράπεζες πλέον η Morgan Stanley. Ο αμερικανικός οίκος συνεχίζει να προτιμά τη μετοχή της Eurobank στην οποία θέτει σύσταση overweight μειώνοντας ωστόσο την τιμή στόχο στα 0,93 ευρώ από 1,15 ευρώ προηγουμένως. Για την Alpha Bank διατηρεί τη σύσταση equalweight με νέα χαμηλότερη τιμή – στόχο στα 0,95 ευρώ από 1,39 ευρώ. Για την Τράπεζα Πειραιώς, η σύσταση διατηρείται στο underweight με τιμή στόχο στα 1,11 ευρώ από 1,60 ευρώ προηγουμένως.
Aξίζει να αναφερθεί πως η Morgan Stanley εξετάζει τρία σενάρια αναφορικά με τις τιμές - στόχους των συστημικών τραπεζών. Οι τιμές στόχοι που προκύπτουν είναι για την Eurobank στο bull case σενάριο στα 1,39 ευρώ και στο bear case στα 0,42 ευρώ. Για την Alpha Bank, στο bull case η τιμή στόχος είναι στα 1,33 ευρώ και στο bear case στα 0,39 ευρώ. Για την Τράπεζα Πειραιώς, στο bull case η τιμή στόχος διαμορφώνεται στα 1,76 ευρώ και στο bear case στα 0,18 ευρώ.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, η πρόσφατη πίεση στις μετοχές των συστημικών τραπεζών οφείλεται στη διεύρυνση των ελληνικών spreads των αποδόσεων των κρατικών τίτλων. Αυτό συμβαίνει παρά τη συνεχιζόμενη στήριξη της ΕΚΤ που επιτρέπει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να δέχονται ως εξασφαλίσεις στην αναχρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος για πράξεις αναχρηματοδότησης τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος για τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστωτικής ποιότητας, αλλά πληρούν όλες τις άλλες ισχύουσες εξασφαλίσεις και κριτήρια καταλληλότητας, τουλάχιστον για όσο διάστημα συνεχίζονται οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP μέχρι το τέλος του 2024, αναφέρει η Morgan Stanley.
Μετά τη διεύρυνση των spreads, η ΕΚΤ ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι η ευελιξία επανεπένδυσης στο πλαίσιο του PEPP θα χρησιμοποιηθεί για να στηρίξει τα spreads της περιφέρειας και ότι οι εσωτερικές εργασίες του Ευρωσυστήματος σχετικά με μια πιθανή πολιτική αντικατακερματισμού πρόκειται να επιταχυνθεί. Ο δεσμός των κρατικών τραπεζών θα συνεχίσει να επηρεάζει τις αποτιμήσεις των τραπεζών, εκτιμά η Morgan Stanley. Η απότομη διεύρυνση των κρατικών spreads έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα επίπεδα κεφαλαίου και να τροφοδοτήσουν τις τις τράπεζες μέσω υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης, που μεταφράζεται σε υψηλότερα επιτόκια για δάνεια, και μπορεί να επηρεάσει το κλίμα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Παράλληλα η σχέση ελληνικού δημοσίου και των τραπεζών είναι το κλειδί. Οι διαφορές αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έχουν διευρυνθεί απότομα πρόσφατα, επηρεάζοντας τις αποτιμήσεις των τραπεζών, δεδομένου του φόβου ανατροφοδότησης μεταξύ τραπεζών και κρατικών ομολόγων. Οι αναμνήσεις από τις κρίσεις χρέους της ΕΕ θα μπορούσαν να περιορίσουν βραχυπρόθεσμα την ‘όρεξη’ των επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά τα επίπεδα κεφαλαίου είναι υψηλότερα από τις προηγούμενες κρίσεις και η ευαισθησία του κεφαλαίου στη διεύρυνση του spread κατά 100 μονάδες βάσης (μ.β.) είναι σχετικά χαμηλή στις 5-6 μ.β. κατά μέσο όρο, δεδομένης της αντιστάθμισης, σύμφωνα με τις οδηγίες της Alpha Bank και της Πειραιώς.
Η μεγάλη πρόοδος στην εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, μαζί με την πιστωτική τη ζήτηση λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των σχεδίων του Ταμείου ανάκαμψης της ΕΕ μεταφράστηκε σε αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 5% κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες το πρώτο τρίμηνο. Η επιβράδυνση των μακροοικονομικών συνθηκών στην ΕΕ ενέχει κινδύνους, αλλά η δομή των της ελληνικής οικονομίας, καθώς είναι περισσότερο προσανατολισμένη στις υπηρεσίες, καθώς και η καλή πρόοδος όσον αφορά τα ταμεία ανάκαμψης της ΕΕ, οδηγεί στην προτίμησή της MS για την Ελλάδα έναντι της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. «Παρά τις ασθενέστερες μακροοικονομικές προοπτικές για την ΕΕ, όπου οι οικονομολόγοι μας προβλέπουν τώρα μια τεχνική ύφεση το τέταρτο τρίμηνο, αφήνουμε τα δάνειό και τις εκτιμήσεις μας για την ανάπτυξη των ελληνικών τραπεζών αμετάβλητες, καθώς ήμασταν ήδη κάτω από τις προβλέψεις των εταιρειών για την περίοδο 2022-25», επισημαίνει η M.S.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι θετικά προσανατολισμένες στην αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ δεδομένου ότι περίπου το 85%-90% των δανείων τους είναι κυμαινόμενα και περίπου 80% των καταθέσεων είναι τρέχουσες. «Ενσωματώνουμε τώρα τις αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ στο +0,5% έναντι 0% προηγουμένως το 2022. Ενώ οι οικονομολόγοι μας προβλέπουν ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα φτάσουν στο 0,75% στο τέλος του τρέχοντος έτους και στο 1,25% στο τέλος του 2023, βλέπουν ότι οι κίνδυνοι γέρνουν προς τα κάτω μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, εάν επιδεινωθούν οι μακροοικονομικές προοπτικές. Αυτό οδηγεί σε αναβάθμιση 5-8% στις εκτιμήσεις μας για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) κατά μέσο όρο το 2022-2024 για τις ελληνικές τράπεζες», εξηγεί η τράπεζα.
Η ανάλυσή της MS υποδηλώνει ότι οι συνθήκες ποιότητας του ενεργητικού στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι καλύτερες από ό,τι προηγούμενες κρίσεις, υποστηριζόμενες από: 1) τη χρηματοοικονομική απομόχλευση κατά την τελευταία δεκαετία,2) τα χαμηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια 3) τις αυστηρότερες πιστωτικές πολιτικές. Παρ' όλα αυτά, αυξάνουμε το COR 2023 στις 90 μονάδες βάσης (καθαρά δάνεια) κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 75 μ.β. προηγουμένως και για το 2024 προβλέπει τώρα 85 μ.β. COR έναντι 70 μ.β. προηγουμένως.