Επενδυτική αναφορά για τις ελληνικές τράπεζες εξέδωσε την Παρασκευή 15/7 η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs. Η αναφορά φέρει βασικό τίτλο ότι η λειτουργία των τραπεζών εμπεριέχει πλέον υψηλότερη μακροοικονομική αβεβαιότητα, δίνοντας σύσταση αγοράς για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας και ουδετερότητας για τη μετοχή της Eurobank.
Επίσης επαναλαμβάνει παλιότερη σύσταση αγοράς για τη μετοχή της Alpha Bank και ουδετερότητας για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς.
Γενικά, μειώνει τις τιμές στόχους για τις μετοχές σε σύγκριση με την προηγούμενη επενδυτική της αξιολόγηση, αλλά στο μεταξύ οι τμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο έχουν υποχωρήσει αρκετά χαμηλότερα από τις τιμές που είχε θέσει προηγουμένως. Έτσι, οι τιμές φαινομενικά έχουν περιθώρια ανόδου αφού δεν έπιασαν ποτέ τις τιμές που είχαν τεθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία που προκάλεσε η ρωσική εισβολή και της κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης.
Αυξημένος μακροοικονομικός κίνδυνος
Οι αναλυτές της Goldman Sachs επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες επιδεικνύουν πρόοδο στη βελτιστοποίηση των NPEs, στην παραγωγή κεφαλαίου και αποθματικών κατά το 1ο τρίμηνο του '22, αποδίδοντας καλύτερα από το αναμενόμενο αποτελέσματα. Οι τάσεις αυτές συνεχίστηκαν το β' τρίμηνο του ' 22, αλλά ταυτόχρονα αυτό το διάστημα αυξήθηκε ο βαθμός μακροοικονομικής αβεβαιότητας τους τελευταίους τρεις μήνες, καθώς ο ελληνικός πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 12% τον Ιούνιο 2022 (από 11% και 10% τον Μάιο και Απρίλιο αντίστοιχα) ενώ οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ μειώθηκε στο 3% και 3% για τα έτη 2022 και 23 αντίστοιχΑ ΑΠΌ 4%-5% και 3,5% αντίστοιχα στην αρχή του έτους).
Επίσης οι αποδόσεις των ομολόγων 10ετούς διάρκειας αντέδρασαν σε αυτά και αυξήθηκαν σε 3,5%-4% τον Ιούλιο του 22, έχοντας κατά μέσο όρο περίπου 1% το 2021.
Σε ότι αφορά τα εμπορεύματα προβλέπεται αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου ενώ η πιθανότητα που οικονομολόγοι δίονουν για ύφεση είναι 50% για τη ζώνη του ευρώ, 35% για το Ηνωμένο Βασίλειο και 30% στις ΗΠΑ.
Στην αναφορά οι αναλυτές αξιολογούν τον τον αντίκτυπο του επιταχυνόμενου πληθωρισμού και επιτοκίων και τις αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου στις ελληνικές τράπεζες. Συνεπώς παρά τη βελτίωση της λειτουργίας των τραπεζών η αυξημένη μακροοικονομική αβεβαιότητα μεταφράζεται σε πιο συντηρητικές εκτιμήσεις σε ότι αφορά την κερδοφορία, την οποία μειώνουν κατά 9% για την περίοδο 2023 και 2024. αντανακλώντας τις επιπτώσεις του υψηλότερου πληθωρισμού και των τιμών των εμπορευμάτων.
Αποτιμήσεις και αξιολογήσεις - Τιμές στόχοι μετοχών
Οι αναλυτές διατυπώνουν σύσταση αγοράς για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας με τιμή στόχο τα 3,95 ευρώ . Η εταιρεία αποτιμάται 0,4 φορές την λογιστική της αξία έναντι 0,7 του μέσου όρου για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και 0,6 φορές της αξίας που που συνεπάγεται από την τιμή στόχο που τίθεται.
Αντίθετα, υποβαθμίζουν τη σύσταση για Eurobank προτείνοντας ουδετερότητα, δίνοντας εύλογη τιμή μετοχής τα 0,92 ευρώ (από 1,5 ευρώ προηγουμένως). Ναι μεν η Eurobank θα έχςει καλύτερη αποδοτικότητα μεταξύ των ελληνικών τραπεζών και είναι μια από τις πρώτες ελληνικές τράπεζες που θα φτάσει τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα όρους των αναλογιών CET1/NPE, αλλά είναι υπό διαπραγμάτευση με την υψηλότερη αποτίμηση ήτοι 0,5 φορές την λογιστική της αξία του 2023.
Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες τράπεζες, η Goldman Sachs επαναλαμβάνει σύσταση αγοράς για Alpha Bank με τιμή στόχο τα 1,07 ευρώ τη μετοχή (από 1,74 ευρώ που ήταν προηγουμένως), βλέποντας ένα ελκυστικό προφίλ κινδύνου-ανταμοιβής παρόμοιο με με αυτά της Eurobank και Εθνικής αλλά είναι υπό διαπραγμάτευση με με σημαντική έκπτωση περίπου 30% σε όρους 2023E P/TBV.
Τέλος η Goldman Sachs διατηρεί ουδετερότητα για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, δίνοντας τιμή στόχο τα 0,84 ευρώ (από 1,8 ευρώ προηγουμένως). Οι αναλυτές βλέπουν πρόοδο σε ότι αφορά τη μείωση του υπολοίπου των NPE αλλά αναγνωρίζουν την έκπτωση αποτίμησης λό χάσματος στα κεφάλαια.