Σε ανάλυσή της για τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου, η Fitch αναμένει τη διατήρηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας για φέτος που είχε ως αφετηρία το πέρας της πανδημίας, υποστηριζόμενη από την περαιτέρω ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου και την επιτάχυνση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο, ο αμερικανικό οίκος μείωσε τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη για το 2022 και το 2023 λόγω των υψηλότερων τιμών, της χαμηλότερης εμπιστοσύνης και της ασθενέστερης ανάπτυξης σε βασικούς εμπορικούς εταίρους μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, το πρόγραμμα «Γέφυρα» και οι λύσεις που εφαρμόζουν αυτές, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις χρησίμευσαν για την παράταση της στήριξης για δάνεια που εξέρχονται από το καθεστώς των μορατόριουμ, αποτελούν ένα μέτριο κίνδυνο για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών.
Οι επιδοτήσεις αφορούσαν δάνεια ύψους 8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 (6% των ακαθάριστων δανείων, εξαιρουμένων των notes τιτλοποίησης που παρακρατήθηκαν), και μόλις το 5% περίπου αυτών των δανείων έχει αθετηθεί. Με βάση τις εκτιμήσεις της EBA, περίπου το 16% των δανείων που προηγουμένως υπόκεινταν σε μορατόριουμ (τα οποία περιλαμβάνουν επίσης δάνεια που υποστηρίζονται από το πρόγραμμα «Γέφυρα») ταξινομήθηκαν ως «Στάδιο 3» στα τέλη Μαρτίου 2022 - το υψηλότερο μεταξύ των ομοτίμων χωρών - και περίπου το 39% ταξινομήθηκε ως «Στάδιο 2». Αυτοί οι αριθμοί υπογραμμίζουν τους κινδύνους επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών σε περίπτωση καθυστέρησης της οικονομικής ανάκαμψης.
Παράλληλα, σύμφωνα με τη Fitch, οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης σημαντικές διακρατήσεις ελληνικών κρατικών ομολόγων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρνητικό αντίκτυπο στα κεφάλαιά τους σε περίπτωση σημαντικής αύξησης των επιτοκίων ή διεύρυνσης των spreads, αλλά αυτό συνυπολογίζεται στις χαμηλότερες αξιολογήσεις (βαθμίδα «Β» για τις τέσσερις τράπεζες που αξιολογεί η Fitch) και θα μετριάζονταν με στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και τη χρήση λογιστικής αναπόσβεστου κόστους.
Η Fitch δεν αναμένει ότι η τρέχουσα αβέβαιη οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση θα επηρεάσει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να ολοκληρώσουν τις προγραμματισμένες πωλήσεις προβληματικών περιουσιακών στοιχείων της τάξης των 4 δισ. ευρώ το 2022, ώστε να φτάσει σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό απομειωμένων δανείων μέχρι το τέλος του έτους. Ωστόσο, οι αναλυτές αναμένουν από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να αναβάλουν την έκδοση και την αναχρηματοδότηση σε περίπτωση ρύθμισης του χρέους λόγω της αυξημένης αστάθειας της αγοράς και των ευρύτερων πιστωτικών περιθωρίων. Όπως σημειώνουν, έχουν περιθώριο μέχρι το τέλος του 2025 για να ανταποκριθούν στις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) και εκτιμούν ότι πρέπει ακόμη να συγκεντρώσουν περίπου 12 δισ. ευρώ δεδομένων των μεταβατικών συνολικών κεφαλαίων τους στο τέλος του 2021.
Ποιοι είναι οι νικητές από την αύξηση των επιτοκίων;
Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης είναι γενικά σε καλή θέση για να επωφεληθούν από την αύξηση των επιτοκίων, λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησης από τις τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης στα καθαρά έσοδα από τόκους συνολικά, των σχεδόν μηδενικών ή μηδενικού κόστους καταθέσεων και ενός μεγάλου μέρους των δανείων με μεταβλητό επιτόκιο. Συνολικά, με βάση την υπόθεση σταδιακής αύξησης του επιτοκίου πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωζώνης σε 1% έως το τέλος του 2022 και 1,5% το 2023, η Fitch αναμένει ότι οι ισπανικές και οι πορτογαλικές τράπεζες θα ωφεληθούν περισσότερο, καθώς αυτό συνδυάζεται με καλύτερες οικονομικές – και κατά συνέπεια επιχειρηματικού όγκου - προοπτικές. Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται μεταξύ αυτών που επηρεάζονται λιγότερο θετικά από τις αυξήσεις των επιτοκίων.