Η Credit Suisse διόρισε τον ειδικό στη διαχείριση asset, Ulrich Koerner, ως νέο διευθύνοντα σύμβουλο, στο πλαίσιο της στρατηγικής αναθεώρησης που ανακοίνωσε η ελβετική τράπεζα, καθώς προσπαθεί να ανακάμψει από σειρά σκανδάλων.
Η πίεση είχε ενταθεί εδώ και μήνες για τον τωρινό διευθύνοντα σύμβουλο Thomas Gottstein αναφορικά με τα σκάνδαλα και τις ζημιές που εκτοξεύθηκαν στη διάρκεια της διετούς θητείας του, που έπληξαν τις μετοχές και εξόργισαν τους επενδυτές. Τους τελευταίους μήνες οι επενδυτές ζητούσαν αντικατάσταση του Gottstein, αλλά η τράπεζα αντιστεκόταν.
Ο πρόεδρος της Credit Suisse Axel Lehmann τον Μάιο έδωσε την πλήρη υποστήριξή του στον Gottstein και διέψευσε τις αναφορές ότι το διοικητικό συμβούλιο είχε συζητήσει την αντικατάστασή του. Είπε στο CNBC ότι ο Γκότσταϊν ήταν «ένας σπουδαίος τύπος» που έκανε «υπέροχη δουλειά», αλλά ότι δύο βασικές αλλαγές είχαν προκύψει από εκείνη τη συζήτηση στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός.
«Πρώτον, ξεκινήσαμε μια ενδελεχή αναθεώρηση στρατηγικής και ανακοινώσαμε σήμερα ότι επιταχύνουμε τον μετασχηματισμό μας και ο Thomas αποφάσισε ότι εκείνη τη στιγμή, επίσης για προσωπικούς λόγους, είναι καλύτερο να κάνουμε μια αλλαγή», είπε ο Lehmann. προσθέτοντας ότι ο Gottstein ήταν το «εργαλείο» στην ανάπτυξη της στρατηγικής αναθεώρησης.
«Στέκει πλήρως πίσω από αυτό, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, πρέπει να έχεις την πλήρη ενέργεια, και νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο, εκείνος και εγώ νιώσαμε καλύτερα να αλλάξουμε και να φέρουμε κάποιον σαν τον Ulrich Koerner, ο οποίος έχει , νομίζω, ένα εξαιρετικό ιστορικό στον επιχειρησιακό μετασχηματισμό.”
Τα νέα της στρατηγικής αναθεώρησης που θα πλήξουν περαιτέρω τις επενδυτικές τραπεζικές επιχειρήσεις, έρχονται καθώς η Credit Suisse ανακοίνωσε ζημιές 1,59 δισ. φράγκων (1,65 δισ. δολάρια), χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για ζημία 398,16 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων.
Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε στο 13,5% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού, αγγίζοντας τον βραχυπρόθεσμο στόχο του 13,5% και σχεδόν στο 13,6% που ανέμενε η αγορά. Το ποσοστό ήταν χαμηλότερο από τον στόχο για το 2024 (άνω του 14%) και από τον δείκτη επάρκειας του α΄ τριμήνου, στο 13,8%.