Υψηλά περιθώρια ανόδου και σύσταση «overweight» για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες δίνει η JP Morgan, τονίζοντας πως αποτελούν το προτιμώμενο «play» για τοποθετήσεις στις τράπεζες της περιοχής της Κεντρικής και Ανατολής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (CEEMEA).
Ο αμερικανικός οίκος αναβαθμίζοντας και την Τράπεζα Πειραιώς σε «overweight», διατηρεί την ίδια σύσταση και για τις τέσσερις τράπεζες με τις τιμές στόχος να ορίζονται ως εξής:
Για την Alpha Bank ορίζεται στα 1,40 ευρώ, στη Eurobank στα 1,50 ευρώ, στα 4,50 ευρώ ορίζεται ο «πήχης» για την Εθνική Τράπεζα, ενώ στα 2,20 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς κάτι που συνεπάγεται ένα περιθώριο ανόδου 100% με ορίζοντα τα τέλη του 2023, ενώ ευρύτερα τα περιθώρια ανόδου κυμαίνονται από το 34% - 100%.
Οι αναλυτές του οίκου διατηρούν μια θετική οπτική για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο, στη βάση της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, της αναπτυξιακής τροχιάς που υπερβαίνει την τάση, της βελτίωσης της διαρθρωτικής βάσης – συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης υψηλών επιτοκίων και της υψηλής ενοποίησης της αγοράς – καθώς και στις δυνατότητες για απόδοση κεφαλαίου.
Όπως τονίζει η JP Morgan, οι καθαροί ισολογισμοί, η αναπτυξιακή τροχιά πάνω από την τάση, τα διαρθρωτικά στηρίγματα όπως τα υψηλότερα επιτόκια καθώς και οι δυνατότητες επιστροφής κεφαλαίου υποστηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη θετική άποψη της JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες.
Αναμένει, επίσης, μια βελτίωση των προοπτικών ως προς την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 9% κατά μέσο όρο έως το 2024, το οποίο περιλαμβάνει πλέον ένα κόστος κινδύνου κατά 1,5 φορές υψηλότερο από τα κανονικοποιημένα επίπεδα του τρέχοντος μακροοικονομικού περιβάλλοντος (10% ROTE υποθέτοντας κανονικοποιημένο CoR), τη στιγμή που δεν θεωρεί ότι οι μετοχές στο 0,40x σε όρους P/NAV με βάση τις εκτιμήσεις του 2023 αντικατοπτρίζουν την πλήρη έκταση αυτής της βελτίωσης του δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, ROTE.
Η JP Morgan στέκεται ιδιαιτέρως στην Τράπεζα Πειραιώς αναφέροντας πως έχει καταγράψει μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη, περιορίζοντας 20 δισ. ευρώ σε NPEs από τον ισολογισμό της από τα τέλη του 2020, ενώ βελτίωσε εμφανώς τη διαρθρωτική δομή των εσόδων και του κόστους της. Τα μικρότερα σχετικά κεφαλαιακά αποθέματα αποτελούσαν πάντα ένα βασικό ζήτημα, αλλά, μέσω πολλών κεφαλαιακών ενεργειών, ο όμιλος ξεπέρασε το business plan που είχε θέσει και αναθεώρησε προς τα πάνω τον στόχο CET1 fully loaded για το 2022 στο 11% (από 10%).
Η ανάλυση bear case της JP Morgan δείχνει ένα διαχειρίσιμο αντίκτυπο, με τις αποτιμήσεις των συστημικών τραπεζών να εξακολουθούν να αποτελούν τις πιο ελκυστικές στην Ευρώπη. Οι τιτλοποιήσεις έχουν ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό, η κουλτούρα πληρωμών έχει βελτιωθεί και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νέος δανεισμός τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί σε ορισμένους επιλεγμένους κλάδους με αυστηρά κριτήρια, μια πιθανή επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού θα πρέπει αναμφισβήτητα να περιοριστεί.
Συνεπώς, μέσω της ανάλυσής γύρω από τον αντίκτυπο μιας παρατεταμένης ύφεσης για τις ελληνικές τράπεζες (με βάση το stress test της EBA), ο οίκος διαπιστώνει πως ενώ το κόστος κινδύνου για τις ελληνικές τράπεζες θα αυξηθεί στις 127 μονάδες βάσης σε μια περίοδο τριών ετών, έναντι 60 - 70 μονάδων βάσης κανονικοποιημένου κόστους κινδύνου, ο κλάδος θα εξακολουθούσε να δημιουργεί κοντά στο 7% ROTE, με ισχυρή υποστήριξη από τα επιτόκια. Οι δείκτες CET1 δείχνουν σταθεροί και θα προσφέρουν ένα buffer 3,8% πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις. Οι αποτιμήσεις στο «stress test» με δείκτη P/E στο 5,8x φαίνονται ελκυστικές τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές αγορές, όπου οι δείκτες αποτίμησης P/E σε αντίστοιχο σενάριο κατά μέσο όρο κινούνται στο 12x και στο 11x αντίστοιχα.