Με τις ΑΜΚ των τραπεζών και με το δανεισμό του δημοσίου από τις αγορές καλύπτονται ουσιαστικά πλήρως οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας το 2014 και το 2015 και, ενδεχομένως, έως και το 2016, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο της η Alpha Bank.
Όπως σημειώνει, η αναμενόμενη πλέον περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους, σύμφωνα και με τις αποφάσεις του Eurogroup της 26ης Νοεμβρίου 2012, μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των δαπανών για τόκους της γενικής κυβέρνησης στα επόμενα έτη και σε περαιτέρω περιορισμό της ανάγκης για επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων στη γενική κυβέρνηση (ΓΚ), που, με τα σημερινά δεδομένα, έχουν προσδιοριστεί στο 4,5% του ΑΕΠ από το 2016 και μετά.
Με την αναμενόμενη επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 2015, με τις εισπράξεις από την επαναφορά των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα με την άσκηση των warrants που εκδόθηκαν κατά την πρώτη αύξηση των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών (ΑΜΚ) τον Μάιο 2013 και με τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις – που είναι απόλυτα αναγκαίο να προωθηθούν έγκαιρα κυρίως για την αξιοποίηση των σημαντικών περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τομέα (όπως το Ελληνικό), το χρέος της ΓΚ της χώρας μπορεί να μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 100% του ΑΕΠ από το 2022. Αυτό μπορεί να γίνει ακόμη και με πρωτογενή πλεονάσματα κάτω του 4,0% του ΑΕΠ.
Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί, ασφαλώς, να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο με την υλοποίηση των αποφάσεων για την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη πλευρά, η ελάφρυνση του χρέους δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μηχανισμός που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές ανατροπής της προσπάθειας επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία από το 2015 θα είναι πιο εφικτό να επιτευχθούν σε μια περίοδο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας, όπως προαναφέρθηκε. Το εκπληκτικό ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1,6% του ΑΕΠ το 2013, όταν η οικονομία βρισκόταν ακόμη σε βαθειά ύφεση, με πτώση του ΑΕΠ κατά -3,85%.
Η προσπάθεια να αποδοθεί αυτή η πτώση του ΑΕΠ στη δημιουργία του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι σε μεγάλο βαθμό αντίθετη με την πραγματικότητα. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι η καλύτερη του αναμενομένου εκτέλεση του Π2013 σε όλους τους μήνες μετά το Μάιο του 2013 και η βελτίωση της πορείας είσπραξης των εσόδων μετά τον Αύγ.2013 συνέβαλαν στη σημαντική βελτίωση του οικονομικού και του επενδυτικού κλίματος για την Ελλάδα και βοήθησαν στη σημαντική επιβράδυνση της πτώσης του ΑΕΠ στο 4ο 3μηνο 2013 και μάλιστα με πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης μόνο κατά -0,2% στο 3μηνο αυτό.
Με αυτά τα δεδομένα, στην πραγματικότητα η πτώση του ΑΕΠ το 2013 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις από την κρίση στην Κύπρο, στην υπερβολική φορολόγηση των ακινήτων με ελάχιστη απόδοση σε έσοδα, στη σημαντική μείωση των εσόδων από τη ναυτιλία και στη μεγάλη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης στα τρία πρώτα 3μηνα του 2013, όταν η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρισκόταν ακόμη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, αναφέρει η Alpha.
Επίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι η ανάκαμψη από το 2014 θα προέλθει από την ουσιαστική βελτίωση όλων των ανωτέρω παραγόντων και ιδιαίτερα από την αύξηση των επενδύσεων που εξαρτώνται από το κράτος και την ελαχιστοποίηση της πτώσης των επενδύσεων σε οικοδομές και, ασφαλώς, στη μεγάλη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στην αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή η ανάκαμψη θα συμβάλλει ουσιαστικά στην υλοποίηση των στόχων της δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά την ήδη σε εξέλιξη διαδικασία μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων με μείωση των φόρων περιουσίας, του ΦΠΑ στην εστίαση και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.
Γενικά, η συστηματική επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο στόχο της οικονομικής πολιτικής στη χώρα διότι μόνο έτσι θα γίνει δυνατή η διατήρηση των σημαντικών κερδών ανταγωνιστικότητας που έχουμε επιτύχει και θα συνεχιστεί η βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία. Με τα πρωτογενή πλεονάσματα η αύξηση της εγχώριας ζήτησης θα στηριχθεί στη μεγάλη αύξηση της παραγωγής διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων, στην επιστροφή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και στην αποκατάσταση θετικής ροής τραπεζικών δανείων στην οικονομία και ακόμη και στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) και γενικότερα επιχειρηματικών κεφαλαίων σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, τονίζει η Alpha.
Αυτό το τελευταίο ήδη γίνεται με την εισροή σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό στις Τράπεζες, στην αγορά ακινήτων (Ελληνικό, Αστέρας, Eurobank Properties), στο ελληνικό χρηματιστήριο και σε άλλους παραγωγικούς κλάδους της χώρας. Με τα πρωτογενή πλεονάσματα τόσο το Ελλ. Δημόσιο όσο και οι Τράπεζες και οι επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση για χρηματοδότηση για ίδια και για ξένα κεφάλαια στις ξένες αγορές. Όλα αυτά είναι αναγκαία από εδώ και πέρα για να επιτύχουμε την ανάπτυξη της οικονομίας μας και την απολύτως αναγκαία ταχεία ανταγωνιστική αύξηση της απασχόλησης. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να γίνει με το φούσκωμα ξανά της εγχώριας ζήτησης μέσω της κατάργησης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Οι επίσημοι δανειστές, στους οποίους στηριζόμαστε για τη χρηματοδότησή μας τα τελευταία 4-έτη, δηλαδή η Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ, δεν θα είναι πια διαθέσιμοι μετά το 2015. Από εκεί και πέρα θα μπορούμε να δανειστούμε με ικανοποιητικούς όρους μόνο αν έχουμε τη δυνατότητα και τη θέληση να εξυπηρετούμε απρόσκοπτα τα χρέη μας και αν η διαβάθμισή μας στην κλίμακα της πιστοληπτικής δυνατότητας ικανοποιεί τους δανειστές μας. Τίποτα από αυτά δεν θα είναι δυνατό να γίνει χωρίς τη συστηματική επίτευξη σημαντικών πλεονασμάτων στη ΓΚ.
Η πραγματική λιτότητα θα προκύψει για τη χώρα αν, με τη διατήρηση της πιστοληπτικής μας διαβάθμισης σε χαμηλά επίπεδα, δεν θα έχουμε στο μέλλον τη δυνατότητα να δανειστούμε από το εξωτερικό είτε ως Ελλ. Δημόσιο, είτε ως Τράπεζες, είτε ως επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Η έγκαιρη και πλεονεκτική για το Ελλ. Δημόσιο (με σημαντικά κέρδη και με ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους) επαναφορά των συστημικών τραπεζών της χώρας στον ιδιωτικό τομέα, με βάση τις ρυθμίσεις του νέου νομοθετικού πλαισίου για τη διαχείριση των συμμετοχών του ΤΧΣ σε αυτές.
Αυτό, σε συνδυασμό και με τη σταδιακή εξάλειψη του πολιτικού κινδύνου που απειλούσε έως τώρα τη χώρα και με την εντυπωσιακή βελτίωση του οικονομικού κλίματος τόσο στον τομέα των επιχειρήσεων όσο και στον τομέα των νοικοκυριών, συμβάλλουν στην ταχεία αποκατάσταση των συνθηκών για επαναπροσέλκυση των καταθέσεων των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων που είχαν τοποθετηθεί στο εξωτερικό στην περίοδο της εγχώριας οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ιδιαίτερα στην περίοδο Μαΐου-Ιουνίου 2012.
Σχετικά, σημειώνεται ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI), που καταρτίζεται από τον ΙΟΒΕ και δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημείωσε νέα σημαντική άνοδο, μετά την επίτευξη της συμφωνίας με την Τρόικα για την απρόσκοπτη συνέχιση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης της χώρας. Ειδικότερα, ο δείκτης αυτός ανήλθε στο 97,5 τον Μάρτιο 2014 (υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτ.2008), από 94,8 τον Φεβρ.2014, 92,6 τον Ιαν.2014 και 89,5 τον Απρ.2013 και 86,1 τον Ιαν.2013 (βλέπε Διάγραμμα). Επίσης, αξιοσημείωτη βελτίωση σημείωσε και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο -59,7 τον Μάρτ.2014, από -65,2 τον Φεβρ.2014 και από 76.6 τον Αύγ.2013.
Μετά από αυτές τις σημαντικές εξελίξεις, στους επόμενους μήνες αναμένεται η επανάκτηση της θετικής πορείας αύξησης των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες, μετά την νέα μικρή πτώση τους στα € 160,54 δις στο τέλος Φεβρ.2014, από € 161,03 δις στο τέλος Ιαν.2014 και από € 163,25 δις στο τέλος Δεκ.2013.
Η αποκατάσταση της θετικής πορείας των καταθέσεων μπορεί να οδηγήσει και σε έγκαιρη επαναφορά του θετικού ρυθμού αύξησης της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που, ωστόσο, διατηρήθηκε στο -4,0% σε ετήσια βάση και τον Φεβρ.2014, όπως και στους προηγούμενους δύο μήνες. Αυτή η επάνοδος σε θετικό ρυθμό αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων (πιθανότατα από το 2ο 6μηνο 2014) θα σηματοδοτήσει την είσοδο της οικονομίας σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Καθίσταται, επίσης, πλέον δυνατή η έγκαιρη επάνοδος και του Ελλ. Δημοσίου στις αγορές για δανεισμό με έκδοση μακροπρόθεσμων ομολόγων με ικανοποιητικούς όρους, όπως έχουν ήδη κάνει η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Πηγή: www.bankwars.gr