Ενώ το σημερινό περιβάλλον προκαλεί κάποιες ανησυχίες για μια πιθανή οικονομική επιδείνωση, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι οι τράπεζες θα επωφεληθούν από τα υψηλότερα, με τις ελληνικές τράπεζες να είναι από τις καλύτερα τοποθετημένες στην Ευρώπη για την αξιοποίησή τους, αναφέρει στην τελευταία ανάλυσή της για τις ελληνικές τράπεζες η Deutsche Bank, την οποία τιτλοφορεί "The paradoxical blessing from rates" (Η παράδοξη ευλογία των επιτοκίων).
Αν και παραμένει επιφυλακτική στις υποθέσεις της και συνυπολογίζει μια επιβράδυνση από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης (ιδίως δεδομένων των δυσκολιών στη συμμόρφωση με τις απαιτήσεων MREL), αυξάνει τις εκτιμήσεις της για τα επιτοκιακά έσοδα (NII) κατά περίπου +15% για το 2023, και εξακολουθεί να βλέπει ανοδικό κίνδυνο, εάν η ΕΚΤ γίνει πιο "αυστηρή" όσον αφορά τα επιτόκια.
Επιπλέον, σημειώνει ότι η απορρόφηση των επιτοκίων στις ελληνικές τράπεζες παραμένει ταχύτερη από ό,τι στις περισσότερες χώρες (τα στεγαστικά δάνεια ανατιμολογούνται συνήθως κάθε μήνα και οι εταιρικές χορηγήσεις δύο φορές το χρόνο), γεγονός που θα πρέπει να παρέχει μεγαλύτερη ορατότητα για τα έσοδα τα επόμενα τρίμηνα.
H γερμανική τράπεζα , παρότι διατηρεί την άποψη ότι οι ελληνικές τράπεζες απέχουν ακόμη πολύ από το να απολαμβάνουν πολλαπλασιαστές αποτίμησης που να είναι παρόμοιοι με εκείνους των ευρωπαϊκών τραπεζών (ακόμη και εκείνων στις περιφερειακές χώρες), μακροπρόθεσμα είναι πεπεισμένη ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να καταγράψουν αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (RoTEs) άνω του 7%-8% έως το 2023 και πιο κοντά σε διψήφια ποσοστά έως το 2024.
Επιπλέον, ενώ η πολιτική αστάθεια και οι λαϊκίστικες αποφάσεις σχετικά με τις τράπεζες (π.χ. ο ισπανικός τραπεζικός φόρος) συζητούνται στην Ιταλία και την Ισπανία, η Ελλάδα έχει μια σταθερή κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, η οποία έχει λάβει ορθόδοξες οικονομικές αποφάσεις που συμβάλλουν στην ισχυρή ανάκαμψη της χώρας.
«Όσον αφορά την αποτίμηση, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν κάπως φθηνότερες, αλλά σχεδόν τα πάντα εκεί έξω θα μπορούσαν να θεωρηθούν φθηνά με τους σημερινούς πολλαπλασιαστές, κατά την άποψή μας. Στην πραγματικότητα, σε σχετικούς όρους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν γίνει πιο ακριβές από ό,τι συνήθως σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αν και εξακολουθούν να διατηρούν ένα σημαντικό discount», διευκρινίζει ο γερμανικός οίκος.
Ειδικότερα για τις 4 συστημικές τράπεζες αναφέρει:
«Αυξάνουμε τις τιμές-στόχους και για τις τέσσερεις τράπεζες, αν και προτιμούμε να παραμείνουμε στην επιφυλακτική πλευρά, προτιμώντας τις πιο "στέρεες" επιλογές σε λογικές τιμές. Από άποψη αποτίμησης και περιθώριο ανόδου, όλες οι τράπεζες αξίζουν να αγοραστούν αλλά πιστεύουμε ότι η Εθνική Τράπεζα είναι η κορυφαία επιλογή του κλάδου, με σύσταση αγορά και νέα τιμή-στόχο στα 5,10 ευρώ από 4,40 ευρώ προγενέστερα. Εξακολουθεί να είναι η καλύτερη επιλογή, δεδομένης της εξαιρετικής κεφαλαιακής της επάρκειας και της συνολικής σταθερής ποιότητας του ενεργητικού της. Θα πρέπει να παραμείνει η πλέον προτιμώμενη επιλογή για τους επενδυτές που αναζητούν σημαντική βελτίωση στην κερδοφορία σε συνδυασμό με περιορισμένους διαρθρωτικούς κινδύνους».
«Συνεχίζουμε επίσης να θεωρούμε την Alpha Bank (σύσταση αγορά, με νέα τιμή-στόχο στο 1,55 ευρώ από 1,45 ευρώ προγενέστερα) ως τη φθηνότερη επιλογή, αν και βρίσκεται σε λιγότερο προχωρημένη φάση ανάκαμψης σε σύγκριση με την Εθνική Τράπεζα και παρέχει λιγότερη εμπιστοσύνη. Πιστεύουμε ότι η τραπεζική της παράδοση (και κυρίως η ενίσχυση των κεφαλαίων) θα μπορούσαν σταδιακά να μειώσουν τις πιθανές ανησυχίες».
«Σημειώνουμε επίσης ότι η Eurobank (σύσταση διακράτησης, με νέα τιμή-τόχο στο 1,45 ευρώ από 1,20 ευρώ προγενέστερα) έχει δείξει σημαντική βελτίωση το τελευταίο διάστημα και προσφέρει το πιο ώριμο προφίλ μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, ενώ απολαμβάνει την υποστήριξη των διεθνών δραστηριοτήτων της. Ωστόσο, παρά το σημαντικό περιθώριο έναντι της τιμής-στόχου μας, θεωρούμε απίθανο οι τρέχοντες πολλαπλασιαστές να θεωρηθούν αρκετά ελκυστικοί, καθώς είναι συγκρίσιμοι με εκείνους πολλών άλλων τραπεζών στη νότια Ευρώπη και με εκείνους άλλων ελληνικών τραπεζών».
«Η Τράπεζα Πειραιώς (σύσταση διακράτησης και νέα τιμή-στόχος στο 1,60 ευρώ από 1,35 ευρώ προγενέστερα) επωφελείται επίσης από τις καλύτερες προοπτικές κερδοφορίας λόγω της ενίσχυσης του καθαρού εσόδου από τόκους (NII). Ωστόσο, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έχει επιτύχει η τράπεζα, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι αποτελεί την πιο επικίνδυνη επιλογή στη χώρα, με τα χαμηλότερα επίπεδα κεφαλαίου μεταξύ των ομοειδών τραπεζών. Παρότι θα πρέπει να υπάρξουν σημαντικές βελτιώσεις στα κεφάλαια, παραμένουν πολύ χαμηλά ενώ οι συνθήκες που επικρατούν στο εξωτερικό περιβάλλον γίνονται πιο σύνθετες και πιο αβέβαιες».