Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πλησιάζουν σε συμφωνία για αλλαγή των κανόνων που διέπουν τραπεζικά δάνεια αξίας τρισεκατομμυρίων ευρώ, σε μια κίνηση που θα αφαιρέσει δεκάδες δισ. από τραπεζικά κέρδη, ανέφεραν πηγές με γνώση των συνομιλιών στο Reuters.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το πρακτορείο, οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν βρεθεί να διαθέτουν μετρητά 2,1 τρισ. ευρώ τα οποία είχε διανείμει η ΕΚΤ με εξαιρετικά χαμηλά - ακόμη και αρνητικά - επιτόκια, προσδοκώντας ότι αυτό θα βοηθούσε στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Και όπως προσθέτει το δημοσίευμα, έπειτα από μία σειρά απροσδόκητες και μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων οι τράπεζες μπορούν πλέον απλώς να σταθμεύσουν τα μετρητά αυτά στην ΕΚΤ αποκομίζοντας κέρδη άνευ κινδύνου, κάτι που ενοχλεί του αξιωματούχους της ευρωτράπεζας οι οποίοι βλέπουν σε αυτό μία χειραγώγηση του συστήματος.
Σύμφωνα με τρεις πηγές που μίλησαν στο Reuters υπό καθεστώς ανωνυμίας, νωρίτερα αυτό τον μήνα η ΕΚΤ εξέτασε πέντε επιλογές για αλλαγή των κανόνων που διέπουν το πρόγραμμα πιστώσεων TLTRO (Στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης), οι οποίες βέβαια θεωρήθηκε ότι είτε εγείρουν νομικές ή πολιτικής δυσκολίες, είτε αντιβαίνουν των στόχων της ευρωτράπεζας.
Οι πέντε επιλογές πάντως μειώθηκαν στις τρεις και το επιτελείο της ΕΚΤ εργάζεται για τη βελτιστοποίησή τους.
"Είμαστε πολύ κοντά και η απόφαση πρόκειται να έρθει σύντομα", δήλωσε στο Reuters μία εκ των πηγών, που ζήτησε να μην κατονομαστεί, στο περιθώριο των ετήσιων συνεδριάσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον. "Το τελικό σχέδιο αναμένεται να επιφέρει πλήγμα στις τράπεζες και αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό η πρόθεσή μας".
Όλες οι πηγές ανέφεραν ότι η απόφαση είναι πιθανό να ληφθεί στη συνάντηση της ΕΚΤ της 27ης Οκτωβρίου, επειδή δεν υπάρχει ουσιαστικό όφελος από περαιτέρω αναμονή.
Μία πηγή του πρακτορείου εκτίμησε ότι ο αντίκτυπος της κίνησης για τις τράπεζες θα ανέρχεται σε περίπου 30 έως 40 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ μια δεύτερη πηγή ανέφερε ότι θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος εάν τα επιτόκια αυξηθούν όπως αναμένουν οι αγορές πλέον.
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει επί του θέματος στο Reuters.
Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιγιερουά ντε Γκαλό, ο οποίος έχει ζητήσει εδώ και καιρό αλλαγή των όρων των δανείων, δήλωσε εντός της εβδομάδας ότι η ΕΚΤ πρέπει να αποφύγει να παρέχει "ακούσια κίνητρα" για καθυστέρηση της αποπληρωμής των κεφαλαίων αυτών.
Το μεγάλο πρόβλημα συνίσταται στο ότι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ που βρίσκεται σήμερα στο 0,75% και πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω (πιθανώς κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του έτους και περισσότερο το 2023), επιβαρύνει την ευρωτράπεζα με ένα τεράστιο κόστος εξυπηρέτησης τόκων.
Οι τρεις επιλογές
Από τις τρεις επιλογές, η απλούστερη θα ήταν η μονομερής αλλαγή των όρων των TLTRO, ώστε τα μετρητά που σταθμεύθηκαν στην ΕΚΤ να μην τοκίζονται με το επιτόκιο καταθέσεων.
Το όφελος σε αυτή την περίπτωση θα ήταν ότι όλες οι τράπεζες θα επηρεάζονταν με τον ίδιο τρόπο και η ΕΚΤ δεν θα ευνοούσε κάποια. Ωστόσο, μια τέτοια επιλογή είναι πιθανό να συναντήσει νομικά εμπόδια, με τις τράπεζες να υποβάλλουν ενδεχομένως αγωγές.
Μία άλλη επιλογή θα ήταν τα μετρητά των TLTRO να αντιμετωπίζονται με τους όρους των ελάχιστων αποθεματικών που διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ.
Τέτοια αποθεματικά τοκίζονται πλέον κατά 0,5% χαμηλότερα από το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ.
Μια τρίτη επιλογή θα ήταν να δημιουργηθεί ένα είδος κλίμακας που θα επέτρεπε στις τράπεζες να απολαμβάνουν ευνοϊκότερο επιτόκιο έως ένα ορισμένο όριο, μετά το οποίο θα ισχύει χαμηλότερο.
Όπως αναφέρει το Reuters, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι είναι πολιτικά απαράδεκτο να αποκομίζουν οι τράπεζες τέτοια υπερκέρδη την ώρα που η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι μία τέτοιου είδους διευκόλυνση δεν συνάδει με την πολιτική στα επιτόκια, η οποία γίνεται αυστηρότερη.
Υπάρχει όμως και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα, σημειώνει το πρακτορείο. Η πληρωμή τόκων σε αυτά τα πλεονάζοντα αποθεματικά εξαντλεί τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών, περιορίζοντας την ικανότητά τους να παρέχουν ρευστότητα στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στερώντας τα κράτη από ένα ζωτικό εισόδημα.