Συνεχίστηκε η βελτίωση των λειτουργικών επιδόσεων των ελληνικών τραπεζών στο τρίτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με ανάλυση της βρετανικής τράπεζας HSBC. Επαναλαμβάνει τη σύσταση αγοράς (buy) και για τις τέσσερις τράπεζες, αλλά η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς ξεχωρίζουν ως τα top picks από τον τραπεζικό κλάδο. Για τον οίκο τα ζεύγη σύγκρισης είναι η Eurobank – Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς – Alpha Bank. H πρώτη υπερέχει έναντι ΕΤΕ σε κερδοφορία με παρόμοια αποτίμηση ενώ η Πειραιώς εμφανίζει ασυναγώνιστη αποτίμηση.
O οίκος αυξάνει την τιμή στόχο για την Τράπεζα Πειραιώς σε 2,75 ευρώ από 2,66 ευρώ με τη μετοχή της να εμφανίζει το υψηλότερο περιθώριο ανόδου με 125%. Για την έτερη κορυφαία επιλογή τη Eurobank, αυξάνει την τιμή στόχο στα 1,75 ευρώ από 1,65 ευρώ και το περιθώριο ανόδου διαμορφώνεται σε 77%. Αντίθετα, αν και διατηρεί τις συστάσεις αγοράς, μειώνει τις τιμές στόχους σε Alpha Bank και ΕΤΕ. Για την πρώτη από 1,43 ευρώ σε 1,35 ευρώ με ανοδικό περιθώριο 47% και για την έτερη από τα 4,55 ευρώ σε 4,45 ευρώ και ανοδικό περιθώριο 22%.
Οι ελληνικές τράπεζες σε όρους αποτιμήσεων δείχνουν ελκυστικές αλλά η άνοδος της τάξεως του 20% περίπου τον τελευταίο ένα μήνα δείχνει ότι οι ισχυρές επιδόσεις του τρίτου τριμήνου έχει αποτυπωθεί στις τιμές τους. Οι δείκτες αποτίμησης των τραπεζών κατά μέσο όρο είναι σε 0,43 φορές την ενσώματη λογιστική αξία για φέτος και τοποθετούνται στο χαμηλότερο τμήμα του εύρους κάλυψης της HSBC στις παγκόσμιες αναδυόμενες αγορές.
Ειδικότερα:
Για την Alpha Bank, η οποία ανακοίνωσε ήδη τα αποτελέσματα της, μειώνει τις προβλέψεις της για τα φετινά κέρδη κατά 19% λόγω των υψηλότερων παραδοχών για τη φορολογική επιβάρυνση, αλλά βελτιώνει τις εκτιμήσεις για τα κέρδη τα υπόλοιπα έτη. Η Alpha Βank διαπραγματεύεται με δείκτη τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία φέτος στις 0,37 φορές (P/TBV). Οποιαδήποτε ενδεχόμενη αναβαθμολόγηση στο μοντέλο IFRS 9 της Alpha Βank για να συνυπολογίσει τις επιδεινωμένες μακροοικονομικές προοπτικές θα υπονόμευε εν μέρει την ενίσχυση των εσόδων το τέταρτο τρίμηνο.
Για την Eurobank, βελτιώνει τις προβλέψεις για τα κέρδη του 2022 κατά 49% με βάση την παραδοχή χαμηλότερων φορολογικών εξόδων. Η μετοχή διαπραγματεύεται με 0,56 φορές σε P/TBV, την οποία θεωρούμε άδικη, δεδομένου του ισχυρού ισολογισμού της, της ανώτερης κερδοφορίας και τις προοπτικές διανομής μερισμάτων. Πιστεύουμε επίσης ότι η Eurobank μπορεί να προσφέρει σχετική αξία έναντι της ΕΤΕ, καθώς διαπραγματεύεται με έκπτωση 4% σε σχέση με αυτήν σε δείκτη P/TBV παρά την υψηλότερη κερδοφορία, εξηγεί η HSBC.
Για την Εθνική Τράπεζα, αναμένει ότι η αύξηση στα επιτόκια να ωθήσουν την κερδοφορία τα επόμενα τρίμηνα. Σημειώνεται ότι η τράπεζα έχει την υψηλότερο συνολικό δείκτη κάλυψης μεταξύ των ελληνικών τραπεζών με 80%. Πιστεύει ότι η ΕΤΕ φαίνεται ελκυστικά αποτιμημένη στο 2022 με 0,58 φορές το δείκτη P/B για τη σχετικά ισχυρότερη κεφαλαιακή της θέση που αφήνει περιθώριο για πληρωμές μερισμάτων και τους ισχυρούς δείκτες κάλυψης που θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση του CoR της εν μέσω επιδείνωσης των οικονομικών προοπτικών.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, αναμένει ότι θα αποδώσει την υψηλότερη διαδοχική αύξηση στα επαναλαμβανόμενα προ φόρων κέρδη μεταξύ των ελληνικών τραπεζών με 52% το γ' τρίμηνο. Η μετοχή διαπραγματεύεται για φέτος με 0,27 φορές σε όρους P/TBV που είναι ο χαμηλότερος πολλαπλασιαστής από τις τράπεζες που καλύπτει ο οίκος στις αναδυόμενες αγορές. Η ισχυρή δυναμική κερδών και συμπιεσμένη αποτίμηση καθιστούν την Πειραιώς ένα ελκυστικό value play κατά την άποψή τους και παρότι οι μετοχές της έχουν υπεραποδώσει έναντι της Alpha από την τελευταία μας ενημέρωση, θεωρεί ότι το χάσμα στην αποτίμηση εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλο.
Οι πτωτικοί κίνδυνοι σύμφωνα με την HSBC είναι:
1) περαιτέρω αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου λόγω των γεωπολιτικών γεγονότων,
2) τυχόν προβλήματα στη μείωση των των μη εξυπηρετούμενων δανείων - NPEs και στα σχέδια μείωσης του κόστους,
3) μια πιο επιθετική εκποίηση στο πρόγραμμα από το ΤΧΣ που θα δημιουργήσει πλεόνασμα μετοχών στην αγορά,
4) χαμηλότερη οικονομική δραστηριότητα που επηρεάζει αρνητικά την αύξηση των δανείων και Το σχηματισμό των NPEs και
5) θεσμική δράση για την ποιότητα του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση του μεγάλου αποθέματος των DTCs στα κεφάλαια των τραπεζών.