H Wood & Company αυξάνει τις τιμές στόχους για τις ελληνικές τράπεζες ενώ ο επενδυτικός οίκος επισημαίνει ότι ο κύριος κίνδυνος είναι η πολιτική αστάθεια. Επίσης η Wood αναβάθμισε την εκτίμησή της για τα βασικά λειτουργικά κέρδη των τεσσάρων τραπεζών κατά 25% – 30% για το 2022.
Ειδικότερα, στις πολύ ισχυρές τριμηνιαίες επιδόσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών στέκεται η Wood και κυρίως στην επιταχυνόμενη ανάπτυξη της δανειοδοτικής τους ικανότητας, στα ισχυρότερα περιθώρια κέρδους εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων, στη συγκράτηση του κόστους και στο ευνοϊκό περιβάλλον της ποιότητας του ενεργητικού τους.
Αυτή η πολύ υψηλή επίδοση είναι ήδη εμφανής στην υπεραπόδοση των τιμών τραπεζικών τίτλων (12% άνοδος φέτος έναντι πτώσης 8% για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη), αλλά η Wood εκτιμά ότι πρέπει να γίνουν ακόμη περισσότερα. Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διαπραγματεύονται με discount προς τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες (30% – 40% προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και 15% – 20% στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όσον αφορά τον δείκτη αποτίμησης P/E), και οι μελλοντικές προοπτικές παραμένουν πολύ υποστηρικτικές.
Ο επενδυτικός οίκος διατηρεί τη σύσταση «buy» και για τις τέσσερις μετοχές των συστημικών τραπεζών αυξάνοντας την τιμή στόχο της Εθνικής Τράπεζας στα 5,20 ευρώ από 4,70 ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 2,50 ευρώ από 2,20 ευρώ, για τη Eurobank στα 1,50 ευρώ από 1,40 ευρώ και για την Alpha Bank στα 1,50 ευρώ από 1,40 ευρώ.
Aναβάθμισε την εκτίμησή της για τα βασικά λειτουργικά κέρδη των τραπεζών κατά 25% – 30%
Στην ενημέρωση των εκτιμήσεών της, η Wood αναβάθμισε την εκτίμησή της για τα βασικά λειτουργικά κέρδη των τεσσάρων τραπεζών κατά 25% – 30% για το 2022. Μετά τα σταθερά στοιχεία του τρίτου τριμήνου, αύξησε τις εκτιμήσεις περαιτέρω, κατά 15% – 20%, με τις τράπεζες να επιτυγχάνουν αποδοτικότητα ROTE της τάξεως του 10%, κατά μέσο όρο, μέχρι το τέλος του 2022. Οι θετικοί «καταλύτες» είναι η επιτάχυνση της αύξησης της πιστωτικής επέκτασης, η ανάπτυξη και τα υψηλότερα επιτόκια. Για το 2023, αναμένει μια ισχυρή αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), καθώς το αυξανόμενο Euribor τροφοδοτεί πλήρως τους αριθμούς, υπεραντισταθμίζοντας τους αρνητικούς παράγοντες από την έκδοση MREL, την αποενοποίηση NPE, και την απουσία TLTRO.
Ο θετικός αντίκτυπος από τα αρνητικά επιτόκια στο +1,5% συνεπάγεται επιπλέον καθαρό έσοδο από τόκους NII ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα και περαιτέρω αυξήσεις θα οδηγήσουν σε υψηλότερο πέρασμα στους καταθέτες, αποδυναμώνοντας τον θετικό αντίκτυπο, αλλά εξακολουθεί να είναι αρκετός για να αντισταθμίσει και με το παραπάνω το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης για τις εκδόσεις χρέους υψηλής εξασφάλισης.