Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στη χθεσινή συνάντηση με τους τραπεζίτες εκτός από την επιδότηση του επιτοκίου για τους ευάλωτους δανειολήπτες και την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, ζήτησε και επαναξιολόγηση 12 τραπεζικών προμηθειών.
Η κυβέρνηση παρουσίασε λίστα προμηθειών επί τραπεζικών συναλλαγών και ζήτησε μείωση κόστους.
Ιδού η λίστα:
- Προμήθεια εισερχόμενου εμβάσματος.
- Προμήθεια εξερχόμενου εμβάσματος (χρέωση για μεταφορά χρημάτων από τον λογαριασμό μίας τράπεζας σε λογαριασμό άλλης τράπεζας εσωτερικού).
- Προμήθεια αποστολής χρημάτων (έμβασμα) σε τράπεζες εκτός ευρωζώνης.
- Προμήθεια ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ άλλης τράπεζας.
- Συνδρομή πιστωτικής κάρτας.
- Προμήθεια επανέκδοσης χρεωστικής/πιστωτικής κάρτας λόγω λήξης και λόγω κλοπής, απώλειας ή φθοράς.
- Προμήθεια για πληρωμή λογαριασμών (ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.).
- Προμήθεια έκδοσης αντιγράφων κίνησης λογαριασμών/δανείων/πιστωτικών καρτών.
- Έξοδα αξιολόγησης αιτημάτων δανείων.
- Έξοδα νομικού και τεχνικού ελέγχου αιτημάτων δανείων.
- Έξοδα συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες στο εξωτερικό (επιβάρυνση για τη μετατροπή συναλλαγών εξωτερικού σε ευρώ).
- Προμήθεια για αγορά χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού
Να σημειωθεί πως εδώ και μήνες εκκρεμεί το πόρισμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις τραπεζικές προμήθειες και γενικά για την τιμολόγηση και τον τρόπο τιμολόγησης των τραπεζικών εργασιών, καθώς υπάρχουν καταγγελίες περί νόθευσης του ανταγωνισμού.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν αυξήσει τα επιτόκια καταθέσεων - παραμένουν κοντά στο μηδέν - από τον περασμένο Ιούλιο όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε να ανεβάζει τα επιτόκια. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες το έχουν ήδη πράξει με το μέσο επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφώνεται σε 0,45%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τραπεζικός τομέας όπως και ορισμένοι άλλοι κλάδοι στην Ελλάδα όπως είναι τα πετρελαιοειδή και η ενέργεια έχουν στοιχεία ολιγοπωλιακής αγοράς και δεν υπάρχει αποτελεσματικός ανταγωνισμός, σύμφωνα με καταγγελίες τόσο στην Επιτροπή Ανταγωνισμού όσο και δημόσιες δηλώσεις διαφόρων παραγόντων και καταναλωτών. Αποτέλεσμα είναι οι καταναλωτές να επιβαρύνονται δυσανάλογα με άλλες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.