Στην υποβάθμιση των προοπτικών της UBS Group και UBS Americas Holding, τις δύο μη επιχειρησιακές μητρικές εταιρείες του ομίλου UBS, σε αρνητικές από σταθερές, προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας S&P, τονίζοντας ότι βλέπει κινδύνους στην εκτέλεση του σχεδίου συγχώνευσης με την Credit Suisse.
Παράλληλα, ο οίκος επιβεβαίωσε την αξιολόγηση «A-/A-2» για την πιστοληπτική ικανότητα και των δύο οντοτήτων. Οι προοπτικές παραμένουν σταθερές.
«Βλέπουμε σημαντικό κίνδυνο εκτέλεσης του σχεδίου ενσωμάτωσης της Credit Suisse στην UBS δεδομένου του μεγέθους και του ασθενέστερου πιστωτικού προφίλ της Credit Suisse και ιδιαίτερα της πολυπλοκότητας που ενέχει η εκκαθάριση μεγάλου μέρους των επενδυτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων της Credit Suisse. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει αποδυνάμωση της ανταγωνιστικής θέσης του νέου ομίλου ή υποαπόδοση έναντι των χρηματοοικονομικών του στόχων λόγω σημαντικών δαπανών αναδιάρθρωσης ή επίλυσης δικαστικών διαφορών, πίεσης στην ικανότητα παραγωγής εσόδων ή καθυστερήσεων στη μείωση του κόστους. Στο βασικό μας σενάριο, αναμένουμε ήδη τη διαφυγή πελατών στη νέα οντότητα, ιδιαίτερα στο wealth management και στις εγχώριες τραπεζικές δραστηριότητες, όπου και οι δύο οντότητες έχουν σημαντικές επικαλύψεις πελατών» τονίζεται στην ανακοίνωση.
Tα σημαντικά μέτρα στήριξης θα βοηθήσουν την UBS να επιταχύνει την εκκαθάριση κληροδοτούμενων στοιχείων ενεργητικού και να περιορίσει το οικονομικό κόστος της συγχώνευσης.
Τα ρίσκα όσον αφορά την κεφαλαιοποίηση της UBS είναι χαμηλά δεδομένου της προστασίας που παρέχουν οι όροι της συμφωνίας. Η UBS θα καταβάλλει 3 δισ. ελβετικά φράγκα (3,2 δις. δολάρια) για την εξαγορά της Credit Suisse, ένα πολύ μικρό κλάσμα της ενσώματης λογιστικής αξίας της τράπεζας στο τέλος του 2022, η οποία ξεπερνούσε τα 42 δισ. ελβετικά φράγκα.
Επιπρόσθετα, η ελβετική κυβέρνηση θα παράσχει προστασία ύψους 9 δισ. ελβετικά φράγκα σε περίπτωση που οι απώλειες από την περίπλοκη, μακροχρόνια και κοστοβόρα εκκαθάριση ξεπεράσουν τα 5 δισ.