Την ανάγκη να προβλεφθούν οι κίνδυνοι και οι απειλές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή στη χορήγηση στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες, επισημαίνει πρόσφατη έρευνα της Bain & Company, στην οποία συμμετείχαν τα 50 κορυφαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο, που εφαρμόζουν τις συστάσεις της ομάδας εργασίας που σχετίζεται με το κλίμα του Συμβουλίου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (Financial Stability Board).
Ειδικότερα, η μελέτη υπογραμμίζει ότι μόνο το 18% των Ευρωπαϊκών τραπεζών λαμβάνει υπόψιν τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή στην χορήγηση στεγαστικών δανείων, επισημαίνοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζών στην Ευρώπη θα πρέπει να ενσωματώσει το συγκεκριμένο ρίσκο στη χάραξη στρατηγικής, στην προσφορά των προϊόντων τους, καθώς και στην προσέλκυση των πελατών τους.
Η Bain & Company και η Jupiter Intelligence εκπόνησαν μια ανάλυση κινδύνου για τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία ανέδειξε τους κινδύνους που απειλούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από την ελλιπή αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η μελέτη αναδεικνύει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των εκτάσεων γης παγκοσμίως θα επηρεαστεί από τις συνέπειες των περιβαλλοντικών καταστροφών.
Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 43% της γης είναι ευάλωτο σε κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ποσοστό που προβλέπεται να φτάσει το 65% έως το 2050. Στην Ινδονησία, το 31% της γης επηρεάζεται ήδη από την κλιματική αλλαγή, με το ποσοστό να προβλέπεται να αυξηθεί στο 97% έως το 2050. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις Ευρωπαϊκές χώρες, με το ποσοστό έκθεσης της Ελλάδας σε περιβαλλοντικούς κινδύνους να προβλέπεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια από 47% σε 70% και της Ιταλίας από 40% σε 62% αντίστοιχα.
Ο Δημήτρης Ψαρρής, Senior Partner και Διευθύνων Σύμβουλος της Bain & Company Ελλάδας, επισημαίνει: «Με βάση την ανάλυση που τρέξαμε σε συνεργασία με την Jupiter Intelligence, η πιθανότητα ενός ακραίου καιρικού φαινομένου στην Ελλάδα αυξάνεται κατά περίπου 20% κάθε δεκαετία».
Η Bain & Company και η Jupiter Intelligence για παράδειγμα προσομοίωσαν τον αντίκτυπο σε μια τράπεζα με δανειακό χαρτοφυλάκιο εστιασμένο στην Ιταλία, αποκαλύπτοντας τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και την κερδοφορία της τράπεζας. Χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα, για το συγκεκριμένο σενάριο, έως το 2050 η αξία των υποθηκευμένων εξασφαλίσεων θα μπορούσε να μειωθεί έως και 10-15%. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να επηρεάσει την κερδοφορία των σχετικών δανειακών χορηγήσεων κατά 7-10%.
Ο Rocco D'Acunto, Financial Services Partner της Bain & Company και μεταξύ των κορυφαίων στελεχών της εταιρείας σε θέματα Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Αειφορίας και Υπευθυνότητας, σχολιάζει: «Η κλιματική αλλαγή θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στις αγορές ακινήτων σε όλο τον κόσμο και καμία αγορά δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Μέχρι σήμερα, οι στρατηγικές των τραπεζών για την μείωση της έκθεσής τους στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ περιορισμένες».
Πολλές τράπεζες γνωρίζουν ότι έχουν εκτεθεί σημαντικά σε κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να προσαρμόσουν τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές ώστε να μειώσουν τις επιπτώσεις των περιβαλλοντικών κινδύνων. Δίχως μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των απειλών της κλιματικής αλλαγή, το ρίσκο είναι μεγάλο.
Άμυνα ή Επίθεση; Προστατεύοντας τα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων των τραπεζών
Η μελέτη της Bain & Company περιγράφει πώς οι τράπεζες μπορούν να εφαρμόσουν στοχευμένες στρατηγικές τόσο για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής όσο και για τη βελτίωση της συνολικής κερδοφορίας τους, μέσω ενός συνδυασμού αμυντικών και επιθετικών τακτικών αλλά και νέων υπηρεσιών.
Οι πιθανές αμυντικές τακτικές περιλαμβάνουν την επιβολή ανώτατων ορίων δανεισμού και τη μείωση του κόστους κινδύνου μέσω της ασφάλισης της αξίας των εξασφαλίσεων. Μια πιο επιθετική προσέγγιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αύξηση των επιπέδων έκπτωσης σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού ρίσκου (low-risk assets) ή την ανάπτυξη ασφαλιστικών προϊόντων σχετικά με την προστασία από περιβαλλοντικούς κινδύνους. Επισημαίνεται δε, ότι τέτοιου είδους ενέργειες θα πρέπει να εφαρμοστούν σταδιακά ώστε να μην πυροδοτήσουν τυχόν αρνητικές αντιδράσεις, μιας και η αγορά θα χρειαστεί χρόνο για να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και σε τέτοιου είδους κινήσεις.
Τέλος, η έκθεση της Bain & Company προτρέπει τις τράπεζες να διαμορφώσουν νέες υπηρεσίες για να βοηθήσουν τους πελάτες τους να μετριάσουν τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής. Οι υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση λύσεων προσαρμοζόμενων στις συνέπειες της κλιματική κρίσης και την προσφορά αξιολόγησης της ανθεκτικότητας των εταιρικών περιουσιακών στοιχείων και εγκαταστάσεων σε φυσικούς περιβαλλοντολογικούς κινδύνους.
Η μελέτη αναφέρει ότι ο συνδυασμός τέτοιων μέτρων αντιμετώπισης των κινδύνων με πολιτικές που δημιουργούν προστιθέμενη αξία θα μπορούσε να αποφέρει αύξηση κατά 15 έως 20 ποσοστιαίες μονάδες στα καθαρά λειτουργικά έσοδα των τραπεζών το 2030.
Για την αποτελεσματικότερη θωράκισή τους απέναντι στις μελλοντικές απειλές, οι τράπεζες θα πρέπει να δράσουν άμεσα ώστε να αποκτήσουν ξεκάθαρη εικόνα για την έκθεση του χαρτοφυλακίου τους στους περιβαλλοντικούς κινδύνους, ώστε στη συνέχεια να διαμορφώσουν την αντίστοιχη στρατηγική τους.