Η Deutsche Bank αυξάνει τις προβλέψεις της για τις ελληνικές τράπεζες ώστε να αντικατοπτρίζουν το βελτιωμένο guidance, κυρίως λόγω των NII και των χαμηλότερων προβλέψεων, αυξάνοντας τις τιμές-στόχους και διατηρώντας αμετάβλητες τις συστάσεις της. Επίσης, αναμένει ότι οι ισχυρές αποδόσεις των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστούν, με τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα NII να είναι πιθανό να κορυφωθούν το γ’ τρίμηνο, λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης και να σταθεροποιηθούν στη συνέχεια, πριν αρχίσουν να μειώνονται το 2024.
Ειδικότερα, δίνει σύσταση Buy στην Alpha Bank και τιμή στόχο τα 2 ευρώ από 1,9 ευρώ πριν βλέποντας περιθώριο ανόδου 35% - η οποία και αποτελεί την κορυφαία της επιλογή λόγω των φθηνότερων αποτιμήσεων και των δυνητικά υψηλότερων περιθωρίων βελτίωσης. Για την Τράπεζα Πειραιώς δίνει σύσταση hold με τιμή στόχο τα 3,3 ευρώ από 3 ευρώ πριν με μηδενικό περιθώριο ανόδου, για την Eurobank έχει σύσταση buy με τιμή στόχο τα 2,05 ευρώ από 1,9 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 35% και για την Εθνική Τράπεζα αυξάνει την τιμή στόχο στα 7,1 ευρώ από 6,7 ευρώ πριν με σύσταση hold βλέποντας περιθώριο ανόδου 13%.
Η εξαιρετική απόδοση που έχει σημειώσει ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος από τις αρχές του έτους με ράλι που κινείται στο 60% περίπου, καταδεικνύει την ταχεία αλλαγή στο επενδυτικό κλίμα, τονίζει η Deutsche Bank. Και αυτό λόγω των πολύ ισχυρών ρυθμών που παρατηρήθηκαν στα καθαρά έσοδα από τόκους NII, λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων, του ελέγχου κόστους, της καλύτερης ποιότητας ενεργητικού και των αυξημένων επιπέδων κεφαλαίου.
Όλα αυτά, όπως τονίζει η γερμανική τράπεζα, οδήγησαν σε σημαντικές αναβαθμίσεις των στόχων. Ωστόσο, το ενδιαφέρον μπορεί ήδη να μειώνεται, καθώς οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών υπερβαίνουν ακόμη και εκείνες των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τους εκτιμωμένους δείκτες P/E για το 2024 να βρίσκονται τώρα στο εύρος 6-7x και τους δείκτες λογιστικής αξίας P/TBV στο 0.6-0.8x για απόδοση ιδίων κεφαλαίων RoTE στο 9-12%.
Ωστόσο, η μετακύλιση της αύξησης των επιτοκίων στις καταθέσεις είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη και η αύξηση των δανείων αναμένεται να υπερβεί κατά πολύ εκείνη της υπόλοιπης Ευρώπης, παρέχοντας σημαντική υποστήριξη. Επιπλέον, οι προβλέψεις θα πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι αρκετά ευθυγραμμισμένες με αυτές παρόμοιων εγχώριων τραπεζών στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα του κεφαλικού δείκτη CET1 φθάνουν στο 14-17% έως το 2024.