Το σχέδιο για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η αντιμετώπιση της ανεργίας και η προσέλκυση των επενδύσεων συνιστούν τις βασικές προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής για το 2016, υπογραμμίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Τα ανωτέρω, σημειώνει η τράπεζα, δεν αποτελούν όμως ανεξάρτητα μεταξύ τους θέματα. Ο χειρισμός στο ένα ζήτημα επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιτυχή εξέλιξη του άλλου.
Συγκεκριμένα, η χαλάρωση της διασυνδέσεως εισφορών–παροχών και η αύξηση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας εξαιτίας της αυξήσεως των ασφαλιστικών εισφορών δυσχεραίνει την μείωση της υψηλής ανεργίας ενώ διευρύνει αντί να μειώνει τα κίνητρα για ανασφάλιστη εργασία υπονομεύοντας εν τέλει τη βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν αυτήν την εβδομάδα, το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να μειώνεται αλλά με ιδιαίτερα αργό ρυθμό υποχωρώντας στο 24,5% του εργατικού δυναμικού τον Οκτώβριο του 2015 έναντι 24,6% το Σεπτέμβριο. Η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας αποκλιμακώσεως της ανεργίας είναι ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια ώστε να καταστεί βιώσιμο το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.
Παράλληλα, η προσέλκυση ξένων και η κινητοποίηση εγχώριων επενδύσεων ενισχύει τον ρυθμό αναπτύξεως συμβάλλοντας σε μεσοχρόνιο ορίζοντα στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας, ενισχύοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τις εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα.
Προϋπόθεση όμως για την ενίσχυση των επενδύσεων στους επόμενους μήνες είναι, πρώτον, η ταχεία ολοκλήρωση της αξιολογήσεως για την οποία απαιτείται η συμφωνία με τους θεσμούς για μια βιώσιμη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα απαλλάξει τη χώρα από το σχετικό δημοσιονομικό βάρος και δεύτερον, η διασφάλιση από την ελληνική πολιτεία ενός σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος προς όλους εκείνους που εμπιστεύθηκαν τη χώρα μας και πραγματοποίησαν άμεσες επενδύσεις.
Η πυροδότηση ενός τέτοιου «επιταχυντή εμπιστοσύνης» είναι απαραίτητη στην παρούσα φάση και για όσο χρονικό διάστημα παραμένει ασθενική η εγχώρια ζήτηση, προκειμένου να έρθει το αναγκαίο πλήθος επενδύσεων που θα διασφαλίσει την ανάπτυξη.
Ενθαρρυντικό στοιχείο πάντως αποτελεί το γεγονός ότι ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση (PMI) ανέκαμψε σχετικά γρήγορα τον Οκτώβριο, με αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο να υπερβεί το όριο του 50 (που υποδεικνύει αύξηση, έστω και οριακή, της μεταποιητικής παραγωγής) τον Δεκέμβριο 2015 (50,2) για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2014. Σημειώνεται η μεγάλη διαταραχή που υπέστη ο δείκτης τους θερινούς μήνες, λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων.
Η συμμετοχή της μεταποίησεως στην αύξηση της απασχολήσεως έχει καταστεί θετική τον τελευταίο χρόνο αποτελώντας μαζί με τον τουρισμό και το εμπόριο τους κύριους κλάδους που συνεισέφεραν στη μείωση της ανεργίας. Σημειώνεται όμως ότι, η απασχόληση στον τουριστικό κλάδο αυξήθηκε στο τρίτο τρίμηνο 2015 με βραδύτερο ρυθμό συγκριτικά με το τρίτο τρίμηνο 2014, ενώ η απασχόληση στη μεταποίηση αυξήθηκε κατά 9,9% στο τρίτο τρίμηνο 2015, έναντι μειώσεως κατά 3,9% στην αντίστοιχη περίοδο του 2014.
Συμπληρώνεται ότι, η ελληνική μεταποιητική δραστηριότητα σε επίπεδο ενδεκαμήνου 2015 αυξήθηκε κατά 1,0% (δεκάμηνο 2015: +0,9%), χάρη στη σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων μετά τον Ιούλιο του 2015. Η βελτίωση της βιομηχανίας προέκυψε επίσης και από τη μείωση των τιμών των καυσίμων και των πρώτων υλών όπως και από τη διολίσθηση της ισοτιμίας του ευρώ.
Επιπροσθέτως, η αύξηση της μεταποιήσεως οφείλεται και στην ενίσχυση των δεικτών ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με την ΕΚΤ (Harmonised Competitiveness Indicators). Συγκεκριμένα, η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας βελτιώθηκε σημαντικά κατά 6,4% στο τρίτο τρίμηνο 2015,σε ετήσια βάση, ενώ ως προς τις σχετικές τιμές προκύπτει βελτίωση κατά 2,5% τον Δεκέμβριο 2015, σε ετήσια βάση.