«Η όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων με την επέκταση των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και με τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα», υπογραμμίζει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που δημοσιοποίησε σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος.
Επιπροσθέτως- σημειώνει- τυχόν απότομη επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς η προσπάθεια των τραπεζών για πιστωτική επέκταση θα καταστεί δυσχερέστερη.
Αναφέρει μεταξύ των άλλων:
*Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποκλιμακώθηκαν το β΄ εξάμηνο του 2023, ωστόσο παραμένουν προκλήσεις, όπως ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, ειδικά μετά την περαιτέρω κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή.
*Το 2023, οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν τα θεμελιώδη μεγέθη τους, ενισχύοντας την οργανική κερδοφορία, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και την ποιότητα χαρτοφυλακίου τους.
*Κατά συνέπεια, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσουν πιθανές αναταράξεις, ενισχύοντας με τη σειρά τους την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.
*Βελτίωση παρατηρήθηκε και στους λοιπούς τομείς και τις υποδομές του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Έκθεση- η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας- αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών τομέων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).
Στο ένα από τα δύο ειδικά θέματα, ασχολείται με τον τραπεζικό τομέα, για τον οποίο τονίζει:
-Η βελτίωση του συνόλου των βασικών μεγεθών του τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
-Το 2023, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,8 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 3,4 δισεκ. ευρώ το 2022. Θετικά συνέβαλε η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους ως αποτέλεσμα της αύξησης των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενώ αρνητικά επέδρασε η μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, τα οποία είναι μη επαναλαμβανόμενα.
-Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά, ωστόσο η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Η βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων μέσω της κερδοφορίας, αλλά και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων.