Ένα ισχυρότερο από το αναμενόμενο α' εξάμηνο για τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Τράπεζα Πειραιώς) διαμορφώνει υψηλότερες προσδοκίες για το 2024, κυρίως λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη ανθεκτικότητα στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, εκτιμούν αναλυτές της Morningstar DBRS, σε σχόλιό τους σχετικά με τα τραπεζικά αποτελέσματα α' εξαμήνου.
Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον μέσω καταθέσεων, με αυτές των πελατών να αντιπροσωπεύουν περίπου το 87% της συνολικής χρηματοδότησης στα τέλη Ιουνίου 2024, και να προέρχονται κυρίως από ιδιώτες.
Παρά την αναζήτηση προϊόντων υψηλότερης απόδοσης καθώς και σημαντικές αποπληρωμές δανείων σε περιβάλλον υψηλότερου επιτοκίου, οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί τον τελευταίο καιρό και ήταν 27% υψηλότερες στο τέλος Ιουνίου 2024 από το επίπεδο που καταγράφηκε στο τέλος του 2019. Εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων, οι πελάτες στρέφουν όλο και περισσότερο την προτίμησή τους στις προθεσμιακές καταθέσεις, δεδομένης της υψηλότερης απόδοσης τους. Ωστόσο, αυτή η τάση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα κάτω από τις αρχικές προσδοκίες.
Συνολικά, η DBRS στέκεται στα εξής σημεία:
• Οι ελληνικές τράπεζες παρουσίασαν συνολικά καθαρά κέρδη 2,3 δισ. ευρώ το α' εξάμηνο του 2024, αυξημένα κατά 25% σε ετήσια βάση.
• Τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και οι καθαρές προμήθειες στήριξαν τα έσοδα το α' εξάμηνο του 2024, παρά τα σημαντικά χαμηλότερα κέρδη από συναλλαγές και άλλα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Ο έλεγχος του κόστους βοήθησε στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλότερων δαπανών για την ψηφιοποίηση.
• Το κόστος κινδύνου μειώθηκε το α' εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αν και παρέμεινε σε υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα προφίλ κινδύνου ενισχύθηκαν περαιτέρω εν μέσω συνεχιζόμενων τάσεων αποφυγής κινδύνου και θετικών τάσεων στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων.
• Η ρευστότητα του κλάδου εξακολουθεί να υποστηρίζεται από μεγάλες, αυξανόμενες και σταθερές καταθέσεις, καθώς και από αυξανόμενη δραστηριότητα έκδοσης της αγοράς, παρά τις συνεχιζόμενες αποπληρωμές χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα. Τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί περαιτέρω. Ωστόσο, η ποιότητα κεφαλαίων παραμένει αδύναμη.
"Τα υψηλότερα βασικά έσοδα, η πειθαρχία κόστους και οι χαμηλότερες προβλέψεις για ζημίες δανείων έχουν οδηγήσει σε υψηλότερα κέρδη το α΄ εξάμηνο του 2024", δήλωσε ειδικότερα ο Andrea Costanzo, αντιπρόεδρος της ομάδας Morningstar DBRS European Financial Institution Ratings.
"Ένα ισχυρότερο από το αναμενόμενο α' εξάμηνο διαμορφώνει υψηλότερες προσδοκίες για το 2024, κυρίως λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη ανθεκτικότητα στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, τα οποία αντανακλούσαν βραδύτερη μείωση των επιτοκίων καθώς και καλύτερο μείγμα καταθέσεων και ρυθμό πιστωτικής ανάπτυξης".
Τα λειτουργικά κέρδη
Το πρώτο εξάμηνο του 2024, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 9% σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενα από τα βασικά έσοδα (ΝΙΙ και καθαρές προμήθειες) και παρά τα σημαντικά χαμηλότερα κέρδη συναλλαγών και άλλα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα. Τα βασικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 11% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Το πρώτο εξάμηνο του 2024, τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αυξήθηκαν κατά 10% σε ετήσια βάση. Τα NII και τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIM) έχουν αποδειχθεί πιο ανθεκτικά από τις αρχικές προσδοκίες, επισημαίνει η DBRS. Ωστόσο, η συνεισφορά των καθαρών εσόδων από προμήθειες στα συνολικά έσοδα των τραπεζών παρέμεινε σε μέτριο επίπεδο (18%) το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε μόλις 2% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2024 παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, τις υψηλότερες επενδύσεις για ψηφιοποίηση και τις συμφωνημένες αυξήσεις στους μισθούς του προσωπικού.
Το πρώτο εξάμηνο του 2024, τα LLPs μειώθηκαν κατά 31% σε ετήσια βάση ως αποτέλεσμα των βελτιώσεων στα προφίλ κινδύνου και των εισροών νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) που παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, το μέσο ετήσιο κόστος κινδύνου (CoR) επιβεβαιώθηκε σε υψηλό επίπεδο, 75 μονάδες βάσης το πρώτο εξάμηνο του 2024, αν και ήταν χαμηλότερο από τις 107 μονάδες βάσης του 2023 και σημαντικά κάτω από τα επίπεδα προηγούμενων χρόνων.
Η ποιότητα ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να βελτιώνεται το 1ο εξάμηνο του 2024, λόγω οργανικών κινήσεων σε ότι αφορά τα κόκκινα δάνεια και τον περιορισμό της ροής νέων NPEs. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος λόγος ακαθάριστων NPEs μειώθηκε σε 3,5% στο τέλος Ιουνίου 2024 από 4,1% στο τέλος του 2023. Το μέσο επίπεδο κάλυψης NPEs ενισχύθηκε σε περίπου 68% από 66% την ίδια περίοδο.
Τα στεγαστικά
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ετήσια συρρίκνωση των δανείων προς τα νοικοκυριά στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο ήταν 1% τον Ιούνιο του 2024, σε σύγκριση με μέση αύξηση 0,3% στη ζώνη του ευρώ.
Ενώ η Ελλάδα συνεχίζει να έχει χειρότερες επιδόσεις από τη ζώνη του ευρώ σε αυτό το θέμα, η DBRS σημειώνει μια αύξηση στη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων τον τελευταίο καιρό, αντανακλώντας πρωτοβουλίες κρατικής στήριξης.
Αντίθετα, το χαρτοφυλάκιο εταιρικών δανείων αυξήθηκε κατά 9,5% σε ετήσια βάση στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2024 έναντι μέσης αύξησης 0,7% στη ζώνη του ευρώ, παρά τα αυστηρότερα κριτήρια δανεισμού, τα υψηλά επιτόκια και τις υψηλές αποπληρωμές. Αυτό καταδεικνύει περαιτέρω την πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την ανάκαμψη των επενδύσεων. Μέρος της αύξησης των εταιρικών δανείων σχετιζόταν επίσης με εκταμιεύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί.