Καθαρά κέρδη για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο, κατέγραψε η Εθνική Τράπεζα, τα οποία ανήλθαν σε €181 εκατ. κατά το α’ τρίμηνο 2014, σε σχέση με κέρδη €27 εκατ. το α’ τρίμηνο 2013.
Σε αυτό το επίτευγμα συνετέλεσε η συνεχιζόμενη αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων στην Ελλάδα, απόρροια της βελτίωσης του εγχώριου οικονομικού κλίματος, οι συνεχιζόμενες ενέργειες περιστολής δαπανών καθώς και την αποκλιμάκωση δημιουργίας νέων επισφαλειών.
Η θετική συνεισφορά της Finansbank, στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων, συνεχίσθηκε για ένα ακόμη τρίμηνο, με κέρδη €63 εκατ., παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες που επικράτησαν στην αγορά της Τουρκίας κατά το α’ τρίμηνο του έτους, ενώ οι θυγατρικές της ΝΑ Ευρώπης (περιλαμβάνει τις δραστηριότητες του Ομίλου σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Αλβανία και ΠΓΔΜ) συνέβαλαν με κέρδη €14 εκατ.
Τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα του ομίλου το α’ τρίμηνο συνέχισαν να ανακάμπτουν, σε τριμηνιαία βάση, τόσο στην Ελλάδα (+1%) όσο και στη ΝΑ Ευρώπη (+1%), ενώ επέδειξαν εξαιρετική ανθεκτικότητα στην Τουρκία (-2% σε τοπικό νόμισμα).
Οι λειτουργικές δαπάνες σε επίπεδο Ομίλου μειώθηκαν σημαντικά (-10% σε ετήσια βάση), καθώς υπήρξε σημαντική περαιτέρω περιστολή δαπανών σε όλους τους επιμέρους γεωγραφικούς τομείς. Στην Ελλάδα σημειώθηκε πτώση κατά 16% σε ετήσια βάση, λόγω της εθελουσίας εξόδου που περιόρισε τις δαπάνες προσωπικού κατά 19%, καθώς και του περιορισμού των γενικών δαπανών και αποσβέσεων κατά 11%. Στη ΝΑ Ευρώπη, συνεχίστηκε η περιστολή των λειτουργικών δαπανών ενώ στην Τουρκία σημειώθηκε μείωση των εξόδων κατά -6%, σε τριμηνιαία βάση, σε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, από τα υψηλά επίπεδα του δ’ τριμήνου 2013.
Όσον αφορά την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου του Ομίλου, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι η επιβράδυνση στις νέες επισφάλειες συνεχίζεται για έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο. Πιο συγκεκριμένα, οι νέες επισφάλειες σημείωσαν πτώση κατά 38% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν στα €380 εκατ. κατά το α’ τρίμηνο του 2014.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν η διενέργεια μειωμένων προβλέψεων σε επίπεδο Ομίλου κατά 15%, ύψους €362 εκατ., έναντι €428 εκατ. το α’ τρίμηνο του 2013. Εντούτοις, το επίπεδο κάλυψης των επισφαλών απαιτήσεων από προβλέψεις για τον Όμιλο παρέμεινε στο υψηλό επίπεδο του 56%, που αποτελεί τον υψηλότερο δέκτη κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων της αγοράς. Επιπλέον, ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών του Ομίλου διαμορφώθηκε στο τέλος Μαρτίου 2014 σε 23,0%, έναντι 22,5% στο τέλος του 2013.
Επιπλέον, θετική εξέλιξη αποτελεί η συνεχιζόμενη βελτίωση της ρευστότητας. Συγκεκριμένα, η αύξηση των καταθέσεων βελτίωσε το δείκτη ρευστότητας (δάνεια : καταθέσεις) στο 93%, έναντι 105% το Μάρτιο του 2013. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις για την Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 84% –βελτιωμένος κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση– διατηρώντας την ΕΤΕ με διαφορά στην καλύτερη θέση από άποψη ρευστότητας στην εγχώρια αγορά. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απτή ένδειξη της υγιούς ρευστότητας της ΕΤΕ και των βελτιούμενων δυνατοτήτων χρηματοδότησης της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αντίστοιχος δείκτης για τη ΝΑ Ευρώπη, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 101%, βελτιωμένος κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες σε ετήσια βάση, κυμαίνεται σε επίπεδα χαμηλά σε σχέση με τα αντίστοιχα του ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές, ενώ έχει μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ από τα προ κρίσης επίπεδα. Στην Τουρκία, η αύξηση των καταθέσεων, κατά 23% ετησίως, υπερέβη την αύξηση των δανείων, +16% ετησίως, ενώ σημαντική βελτίωση σημειώθηκε και στο μείγμα των καταθέσεων, μέσω ενίσχυσης κατά 30% σε ετήσια βάση των χαμηλού κόστους καταθέσεων όψεως.
Στις αρχές Μαΐου του 2014 ολοκληρώθηκε επιτυχώς η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας ύψους €2,5 δισ., μέσω έκδοσης νέων κοινών ονομαστικών μετοχών. Η Τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με στόχο, όχι μόνο να θωρακίσει την κεφαλαιακή της βάση, αλλά και να αποκομίσει επιπλέον οφέλη, όπως:
• Δυνατότητα αποπληρωμής των προνομιούχων μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου, ύψους €1.350 εκατ., μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα διανομής μερίσματος.
• Κάλυψη και των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτουν από τους κανόνες πλήρους εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ.
• Βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας από τους αξιολογικούς οίκους, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου και να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης για την Τράπεζα.
• Διεύρυνση της υφιστάμενης μετοχικής βάσης και αύξηση της διασποράς του μετοχικού κεφαλαίου.
• Τελευταίο, και εξίσου σημαντικό, ενίσχυση της θέσης της Τράπεζας ώστε να μπορέσει να στηρίξει δυναμικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Το συνολικό αποτέλεσμα της αύξησης κεφαλαίου, εξαιρουμένων των μέτρων περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης όπως εγκρίθηκαν από την ΤτΕ, ενισχύουν τον κύριο βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CΕT 1 στο 15,4%, υπερκαλύπτοντας το κανονιστικά ελάχιστο επίπεδο του 8%. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα διαθέτει κεφαλαιακή βάση σημαντικά άνω του μέσου όρου του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, που βρίσκεται στο 10%, και είναι μεταξύ των ισχυρότερων κεφαλαιακά τραπεζών στην Ευρώπη. Τονίζεται ότι οι δείκτες αυτοί θα ενισχυθούν σημαντικά, τόσο από τη συνεχώς βελτιούμενη οργανική κερδοφορία του Ομίλου όσο και από επιπλέον ενέργειες που θα ενισχύσουν την κεφαλαιακή της επάρκεια.
Σχολιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ, Αλ. Τουρκολιάς τόνισε:
«O Όμιλος της Εθνικής Τράπεζας αντιμετώπισε επιτυχώς τις προκλήσεις κατά τα ιδιαίτερα δύσκολα έτη της δημοσιονομικής κρίσης στη χώρα μας, ανταποκρινόμενος δυναμικά στις περιστάσεις, θωρακίζοντας αποτελεσματικά το ενεργητικό του και ενδυναμώνοντας τον ιδιωτικό του χαρακτήρα. Η επιτυχής αύξηση κεφαλαίου, που έλαβε χώρα εντός του Μαΐου, αποτέλεσε ορόσημο στην προσπάθεια να θέσουμε την Εθνική Τράπεζα μεταξύ των πλέον εύρωστων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όχι μόνο βάσει των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, αλλά, ήδη, και βάσει των αρχών της Βασιλείας ΙΙΙ, των οποίων η πλήρης εφαρμογή είναι το 2024.
Η αύξηση υπερκαλύφθηκε σημαντικά, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον των ξένων θεσμικών επενδυτών για την Τράπεζα. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη μετοχική βάση διευρύνθηκε σημαντικά, από 16% σε 43%, εκτός των Ελλήνων ιδιωτών και με συμμετοχή των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων του εξωτερικού με σημαντική διασπορά. Ο πολυμετοχικός χαρακτήρας της Εθνικής Τράπεζας ενισχύεται περαιτέρω, δεδομένου ότι τουλάχιστον 7 ξένοι επενδυτές διακρατούν από 1% του μετοχικού της κεφαλαίου.
Ο Όμιλος της Εθνικής παρουσίασε κερδοφορία εξαιρουμένων των εκτάκτων για 6ο συνεχές τρίμηνο, καθώς τα επιτοκιακά έσοδα συνέχισαν να ανακάμπτουν στην Ελλάδα και τη ΝΑ Ευρώπη, λόγω της μείωσης του κόστους χρηματοδότησης, ενώ η περιστολή του λειτουργικού κόστους επιταχύνθηκε σε όλο τον Όμιλο, ιδίως όσον αφορά τις εγχώριες δραστηριότητες και περιορίστηκαν οι επισφάλειες. Η Finansbank, σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο λειτουργικό περιβάλλον, διατήρησε το επίπεδο των εσόδων της, παρά την απότομη άνοδο των επιτοκίων και τους περιορισμούς στις χορηγήσεις λιανικής, μειώνοντας παράλληλα το λειτουργικό κόστος και συμβάλλοντας καθοριστικά –για ακόμη μια φορά– στην κερδοφορία του Ομίλου.
Η ανθεκτικότητα των πηγών κερδοφορίας του Ομίλου επιβεβαίωσε για ακόμη ένα τρίμηνο τις στρατηγικές μας επιλογές, για μια Εθνική Τράπεζα δυνατή και αποτελεσματική. Η δε μοναδική, μεταξύ των Ελληνικών τραπεζών, ρευστότητά της μπορεί να στηρίξει αποφασιστικά τα σταθερά βήματα της Ελλάδας προς την ανάπτυξη, υπογραμμίζοντας τον πρωταρχικό της ρόλο ως χρηματοδότη της ελληνικής οικονομίας