Με απόφασή της, η οποία δημοσιεύθηκε σήμερα στο ΦΕΚ, η Τράπεζα της Ελλάδος, θέτει το «Πλαίσιο εποπτικών υποχρεώσεων για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων», μέσω του οποίου παρουσιάζονται ενδεικτικά οι 22 πλέον συνήθεις στη διεθνή πρακτική τύποι ρυθμίσεων για διευθέτηση της υπερχρέωσης.
Μεταξύ αυτών είναι η μερική διαγραφή χρεών, η παροχή πρόσθετης εξασφάλισης από τον δανειολήπτη, η πώληση και ενοικίαση του ακινήτου η οποία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών).
Επίσης στις ρυθμίσεις είναι η μεταβίβαση/πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα, η ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.
Για τις επιχειρήσεις μεταξύ των ενδεικτικών ρυθμίσεων που παρουσιάζονται είναι η λειτουργική αναδιάρθρωση με αλλαγή της διοίκησης της επιχείρησης όταν οι πιστώτρια/ες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και οι ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο.
Η παρούσα Πράξη τίθεται σε εφαρμογή από την 31η Δεκεμβρίου του 2014, κατ’ εξαίρεση πάντως οι απαιτήσεις που αφορούν τη σύσταση από τα Πιστωτικά Ιδρύματα του Διοικητικού Οργάνου για την παρακολούθηση των καθυστερήσεων (ΔΟΚ) και την καταγραφή της Στρατηγικής διαχείρισης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΣΔΚ) θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί μέχρι 30 Ιουνίου, δηλαδή σε δύο εβδομάδες από σήμερα. Επίσης μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση των συστημάτων και η ολοκλήρωση των λειτουργικών απαιτήσεων (σχεδιασμός τύπων ρύθμισης, σχεδιασμός μεθοδολογιών αξιολόγησης, κλπ).
Το πλαίσιο της ΤτΕ προβλέπει τις εξής βασικές υποχρεώσεις για τις τράπεζες:
(α) Την καθιέρωση ανεξάρτητης, οργανωτικά, λειτουργίας διαχείρισης των σε καθυστέρηση και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων,
(β) Τη θέσπιση χωριστής καταγεγραμμένης στρατηγικής διαχείρισης των ως άνω ανοιγμάτων, η υλοποίηση της οποίας θα υποστηρίζεται από τα κατάλληλα μηχανογραφικά συστήματα και διαδικασίες,
(γ) Την καθιέρωση περιοδικής υποβολής αναφορών προς τη ∆ιοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης κάθε πιστωτικό Ίδρυμα θα πρέπει να περιλαμβάνει ικανοποιητικό αριθμό εναλλακτικών τύπων/πλαισίων ρύθμισης και οριστικής διευθέτησης με σκοπό την κατά περίπτωση αξιολόγηση κάθε δανειολήπτη. Και θα πρέπει να προβλέπει πολιτικοποιημένους στόχους για τη συστηματική μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της διαχείρισης των σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανά κατηγορία ανοίγματος και ανά στάδιο καθυστέρησης.
Τύποι ρυθμίσεων
Βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις
Πρόκειται για ρυθμίσεις με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα προσωρινές. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις – επιλογές:
(α) Μόνο τόκοι: Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις: Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου.
(γ) Περίοδος Χάριτος: Παρέχεται στο δανειολήπτη η δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών
(δ) Αναβολή πληρωμής δόσης/δόσεων: Παρέχεται συμβατικά η δυνατότητα στο να μεταφέρει χρονικά μια δόση του δανείου
(ε) Τακτοποίηση καθυστερούμενου υπολοίπου: Τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών: Η κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
Μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις:
Αφορά ρυθμίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό, με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις – επιλογές:
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου
(β) Αλλαγή τύπου επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα
(γ) Παράταση της διάρκειας αποπληρωμένης του δανείου, δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης του δανείου.
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης. Όταν ένα Πιστωτικό Ίδρυμα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα π.χ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα:
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και
ii. στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών. Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του Πιστωτικού Ιδρύματος ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευνοϊκότερης για τον δανειολήπτη ρύθμισης
(ζ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης. Αλλαγή της διοίκησης της επιχείρησης όταν οι πιστώτρια/ες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν συνιστά από μόνη της τύπο ρύθμισης για τους σκοπούς αναφορών της παρούσας (απόφασης) αλλά δύναται να συνδυάζεται με τις υπόλοιπες επιλογές ρύθμισης.
(η) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο. Εφαρμόζεται σε αναδιαρθρώσεις εταιρειών, όπου μέρος του χρέους μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο και το πιστωτικό ίδρυμα καθίσταται μέτοχος της επιχείρησης, ώστε το υπόλοιπο του χρέους να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές του δανειολήπτη.
Οριστική διευθέτηση
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη.
Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στο πιστωτικό ίδρυμα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμη και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις – επιλογές:
(α) Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς να απαιτηθεί προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση/ πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας. Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσεων αγοράζοντας νέα χαμηλότερης αξίας.
(στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση. Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η απαίτηση της Τράπεζας αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας.
(ζ) Ρευστοποίηση εξασφαλίσεων. Ορίζεται η κατάσταση στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα, έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση εκκινεί διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλισμένων για την ικανοποίηση της απαίτησης του.
(η) Δικαστικές/Νομικές Ενέργειες: Ορίζονται οι ενέργειες οριστικής διευθέτησης που μπορεί να λαμβάνονται σε περίπτωση απουσίας ή εξάντλησης των εξασφαλίσεων και αφορούν την εκκίνηση δικαστικών ενεργειών έναντι περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη για την κάλυψη των απαιτήσεων του Πιστωτικού Ιδρύματος.
πηγή: http://www.bankwars.gr