Στους βασικούς στόχους της Eurobank, μετά την επιτυχημένη αύξηση κεφαλαίου και την επιστροφή της στον ιδιωτικό τομέα, αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κ. Χρήστο Μεγάλου, στο πλαίσιο ομιλίας του στο 3ο Eurobank Investment Forum που διοργανώθηκε χθες και σήμερα στην Αθήνα.
Ο κ. Μεγάλου τόνισε ότι η Eurobank βρίσκεται σε θέση να επιτύχει τους στόχους που έχει θέσει και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν από την επιστροφή της οικονομίας σε ανάπτυξη. “Βασικός μας στόχος είναι να επαναφέρουμε την Eurobank σε κερδοφόρο τροχιά το συντομότερο δυνατό, ελπίζοντας αυτό να συμβεί τον επόμενο χρόνο”, τόνισε ο επικεφαλής της τράπεζας, για να προσθέσει ότι σε αυτό το πλαίσιο εφαρμόζεται ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης, ορίζοντας συγκεκριμένες προτεραιότητες και στόχους.
Σύμφωνα με τον κ. Μεγάλου, οι τρεις βασικοί πυλώνες του σχεδίου είναι οι εξής:
- Η διαχείριση των κινδύνων και των προβληματικών δανείων
- Η ενίσχυση των σχέσεων με τους πελάτες, με στόχο την μεγιστοποίηση των εσόδων και τη βελτίωση της ρευστότητας
- Ο μετασχηματισμός του λειτουργικού μοντέλου, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και τη μείωση των λειτουργικών δαπανών.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΣΕΒ, κ. Θ. Φέσσας εμφανίστηκε αισιόδοξος για τις οικονομικές συνθήκες στη χώρα, οι οποίες όπως είπε σταθεροποιούνται, μετά από 6 συνεχή χρόνια υποχώρησης του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η χρηματοοικονομική ασφυξία, το πολύ ψηλό κόστος χρήματος, η υψηλή φορολογία καθώς και το πολύ ψηλό κόστος προϊόντων ενέργειας συνεχίζουν να υφίστανται ως παράγοντες καθοδικής αναπροσαρμογής των εταιρειών και της οικονομίας.
«Σήμερα το εγχείρημα μιας άνευ προηγουμένου αναδιάρθρωσης των Ελληνικών επιχειρήσεων προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες. Αλλά οι εργαζόμενοι θα δοκιμαστούν για άλλη μια φορά κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Συνεπώς θα χρειαστούν επαρκείς προβλέψεις ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι δεν θα υποστούν αναίτια επιβάρυνση. Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να εισαχθούν κατάλληλα εργαλεία επανεκπαίδευσης καθώς και κίνητρα για την αύξηση της ικανότητας των εργαζομένων να μετακινηθούν από μια εργασία σε μια άλλη», συμπλήρωσε ο ίδιος.