Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε επιπλέον λεπτομέρειες αναφορικά με τη Συνολική Αξιολόγηση (Comprehensive Assessment) που θα διενεργήσει σε μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης, ενόψει της ανάληψης από την ΕΚΤ πλήρους εποπτικής αρμοδιότητας στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism).
Ο Burkhard Eckes, επικεφαλής του διεθνούς δικτύου της PwC όσον αφορά σε θέματα τραπεζικής εποπτείας, σχολιάζει:
«Οι τράπεζες έχουν τώρα μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της μεθοδολογίας και του χρονοδιαγράμματος και γνωρίζουν επίσημα ποιές είναι οι 128 τράπεζες που υπόκεινται σε αξιολόγηση. Μετά την ολοκλήρωση της Συνολικής Αξιολόγησης (η οποία θα περιλαμβάνει αξιολόγηση κινδύνων, έλεγχο ποιότητας στοιχείων του ενεργητικού και προσομοίωση ακραίων καταστάσεων), τα αποτελέσματα θα δημοσιευθούν συγκεντρωτικά και όχι αποσπασματικά.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι οι τράπεζες θα πρέπει να επικεντρωθούν τώρα στην προετοιμασία για την επικείμενη αξιολόγηση. Είναι πολύ σημαντικό να επιτευχθούν οι στόχοι της Συνολικής Αξιολόγησης που θα πραγματοποιηθεί από την ΕΚΤ, αναφορικά με την ενίσχυση της διαφάνειας, την εξυγίανση των ισολογισμών όπου χρειάζεται και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης».
«Ένας μεγάλος κίνδυνος που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, είναι η περιορισμένη δυνατότητα των αγορών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την σχεδόν ταυτόχρονη προσπάθεια ενός μεγάλου αριθμού τραπεζικών ιδρυμάτων της Ευρωζώνης είτε να συγκεντρώσει νέα κεφάλαια, είτε να πουλήσει στοιχεία ενεργητικού.Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ, αυτό θα μπορούσε να συμβεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014», αναφέρει ο Ανδρέας Ριρής, Partner και επικεφαλής των θεμάτων τραπεζικής στην PwC Ελλάδας.
Ο Burkhard Eckes συμπληρώνει: «Οι νέοι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά στον επιμερισμό των βαρών (burden sharing), που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, επιδεινώνουν το πρόβλημα της ανεύρεσης νέων κεφαλαίων. Ορισμένες από τις τράπεζες με τις οποίες έχουμε μιλήσει τείνουν προς την έκδοση υβριδικού παρά μετοχικού κεφαλαίου. Ωστόσο, ο ελάχιστος απαιτούμενος δείκτης κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθεί στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων παραμένει άγνωστος (καθώς το 8% αφορά στο βασικό σενάριο της άσκησης προσομοίωσης μόνο).
Επιπλέον, ορισμένες τράπεζες υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος για bail-in αμέσως μετά την ολοκλήρωση της προσομοίωσης, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έκδοση κεφαλαίου σε εύλογο κόστος. Οι τράπεζες παράλληλα δυσκολεύονται να προβούν σε άμεσες ενέργειες για την κάλυψη των πιθανών κεφαλαιακών αναγκών τους, καθώς δεν γνωρίζουν τα εποπτικά όρια που εν τέλει θα χρησιμοποιηθούν».