Ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,5% το 2017 και κατά 3% τα έτη 2018 – 2019 αναμένει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία για φέτος «βλέπει» οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,1%.
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική, η οποία κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, η ισχυροποίηση της οικονομίας και η εδραίωση της ανάπτυξης εδράζεται στην άνοδο των επενδύσεων, τη βελτίωση της κατανάλωσης και την ανάκαμψη των εξαγωγών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κεντρική τράπεζα καθιστά αναγκαία την προσήλωση στους στόχους τους προγράμματος και την επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.
«Οι όποιες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους» αναφέρει παράλληλα.
Όπως επισημαίνει στη συνέχεια, η εφαρμογή του προγράμματος διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Όσον αφορά τις πρόσφατες εξαγγελίες Τσίπρα, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η υλοποίησή τους μειώνει σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016, δεδομένου ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.
Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος, κατά την κεντρική τράπεζα, είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δεδομένων και των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες - μέλη της Ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον.
Επίσης, ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων, με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του ελληνικού δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων - και κατ’ επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας, η ΤτΕ διαπιστώνει πως δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη πρόοδος στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών.
Επίσης, παρά την έως τώρα βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους, οι εξαγωγές αγαθών υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των μεγεθών.
Αυτό - εξηγεί αναλυτικά - μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των ποικίλων αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας.
Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων αναμένεται να ενισχύσει την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και την αύξηση των εξαγωγών.
Απαιτείται όμως, παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας, καθώς και η εξάλειψη των επενδυτικών αντικινήτρων, προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και να αυξηθεί η εξαγωγική βάση αλλά και το (χαμηλό) τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγώγιμων αγαθών.
Παράλληλα, κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφενός θα βελτιωθούν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και αφετέρου θα απελευθερωθούν πόροι οι οποίοι, εφόσον διοχετευθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στην αναδιάρθρωση της οικονομίας και την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.