Η Alpha Bank τονίζει στο τελευταίο Εβδομαδιαίo Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων ότι: «Η Ελλάδα αποτελεί σήμερα μια όαση ισχυρής ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, έχοντας σαφές προβάδισμα έναντι άλλων χωρών της Ευρωζώνης όσον αφορά στα δημοσιονομικά και τις αναπτυξιακές προοπτικές της,» και δηλώνει ότι πρέπει «να δοθεί ένα τέλος στην υποβόσκουσα αμφισβήτηση των προσπαθειών ενός ολόκληρου κόσμου».
Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της τράπεζας αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο ότι: «αμήχανη η κοινή γνώμη παρακολουθεί την πορεία των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα», και συνεχίζει: «Από τις διαπραγματεύσεις αναδύεται μια άγονη αντιπαράθεση σε ήσσονος κατά γενική εκτίμηση σημασίας θέματα. Η στάση αυτή δεν αντανακλά τόσο στην κυβέρνηση όσο σε όλους τους πολίτες, που με τις θυσίες που επωμίσθηκαν έκαναν δυνατή την έξοδο της χώρας από την κρίση. Αντί θαυμασμού για το βάθος και εύρος της προσπάθειας προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, εισπράττουμε σήμερα άρνηση των επιτευγμάτων της χώρας και αβεβαιότητα για το αύριο. Νέα μέτρα επικρέμανται για δευτερευούσης σημασίας διαρθρωτικές αλλαγές και για την κάλυψη δυνητικά ανύπαρκτων δημοσιονομικών κενών, που θα διογκώνονται εάν δεν ανασχεθεί η πλημμυρίδα των προσδοκιών στις αγορές για εκτροχιασμό του προγράμματος.»
Επιπλέον, όσον αφορά τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το δελτίο αναφέρει τα εξής: «τόσο ως προς το κόστος παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, όσο και με βάση το ΔΤΚ, αναμένεται να συνεχιστεί και στα επόμενα έτη αφενός λόγω των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν θεσπιστεί και ολοκληρώνονται στη χώρα (ιδιαίτερα στις αγορές εργασίας και προϊόντων) και αφετέρου λόγω και της υποτίμησης του Ευρώ και της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου που μπορεί με τη σειρά τους να συμβάλλουν στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, στην ανάκαμψη των επενδύσεων και στη μεγαλύτερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης από το 2015.
Επιπλέον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας λαμβάνει χώρα σε συνδυασμό:
α) Με την πλήρη σταθεροποίησή της που αντικατοπτρίζεται στα σημαντικά πλεονάσματα που επιτυγχάνονται στο πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης (0,8% του ΑΕΠ το 2013 και 2,0% του ΑΕΠ το 2014) και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας (1,3% του ΑΕΠ το 2013 και 2,5% του ΑΕΠ το 2014), από ελλείμματα άνω του 10,0% και 12,0% του ΑΕΠ αντίστοιχα στα ισοζύγια αυτά το 2009.
β) Με εκ βάθρων αναδιαρθρωμένο και αναμορφωμένο το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της που εξασφαλίζει την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων και την περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας στο μέλλον.
γ) Με εκ βάθρων αναδιαρθρωμένο και πλήρως κεφαλαιοποιημένο το Τραπεζικό σύστημα της χώρας που είναι τώρα σε θέση να συμβάλει στην υγιή και διεθνώς ανταγωνιστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με ικανοποιητική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών της χώρας και με αποτελεσματική διαχείριση των αυξημένων προβληματικών απαιτήσεων που έφερε η κρίση.»
Τέλος, για τις ρυθμίσεις του χρέους η Τράπεζα σημείωσε τα εξής: «Η ρύθμιση του χρέους σε 100 δόσεις ή σε 72 μηνιαίες δόσεις δεν είναι χωρίς κόστος για τον φορολογούμενο. Αντίθετα, οι φορολογούμενοι που έχουν πραγματικό όφελος από τη ρύθμιση είναι ακόμη εκείνοι που επιλέγουν την πληρωμή του χρέους τους σε 12 έως και 36 δόσεις.»