Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην γερμανική εφημερίδα FAZ ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κ. Νικόλαος Καραμούζης, τόνισε πως στη χώρα της κρίσης υπάρχει μία μικρή σταγόνα ελπίδας ενώ ελπίζει σε επενδύσεις και επιστροφή καταθέσεων.
Παρακάτω η συνέντευξή του αναλυτικά:
19 Σεπτεμβρίου. Είναι μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό, αλλά η τάση αλλάζει. Οι πελάτες ανακτούν ξανά ένα μέρος της εμπιστοσύνης προς τις ελληνικές τράπεζες. Σε συζήτηση της εφημερίδας με τον κ. Καραμούζη, Πρόεδρο της ΕΕΤ και Πρόεδρο του ΔΣ της Eurobank αυτός αναφέρει ότι από το Μάϊο επέστρεψαν και αυξήθηκαν οι καταθέσεις κατά 1,8 δις. Σε κάθε περίπτωση ο δρόμος είναι μακρύς. Οι ελληνικές τράπεζες, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης χρέους και του επακόλουθου φόβου για έξοδο από το Ευρώ, έχασαν μεταξύ 2010 και 2016 περίπου 85 δις καταθέσεις. Σήμερα οι καταθέσεις ανέρχονται σε 125 δις. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, και το κούρεμα του ελληνικού χρέους το 2012 οι τράπεζες της χώρας, επίσης κλονίστηκαν και έχασαν το 40% των καταθέσεων.
Ωστόσο ο κ. Καραμούζης είναι βέβαιος. Γιατί η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών έναντι της ελληνικής οικονομίας καθώς και οι προοπτικές εμφανίζονται αυξημένες. Επενδύουν κυρίως στον τουρισμό, στη φαρμακοβιομηχανία, στα logistics και στις μεταφορές, στις υποδομές, ή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Πρέπει να το ξέρει ως Πρόεδρος της Eurobank, γιατί ένας σημαντικός μέτοχος (της) είναι ο Αμερικανός Υπουργός Εμπορίου Wilbur Ross, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον τύπο, εξαιτίας της προτίμησης που δείχνει για επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν κρίση, ως ο έμπορος του σκράπ.
Η αξιοπιστία ωστόσο της Ελλάδος βρίσκεται ακόμη σε επίπεδο junk. Στον αντίποδα ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poors αναβάθμισε πρόσφατα την πιστοληπτική ικανότητα της Πορτογαλίας, μιας άλλης χώρας που αντιμετώπισε επίσης κρίση. Παρόλα αυτά η Ελλάδα κατάφερε στα μέσα Ιουλίου να προχωρήσει σε 5ετή έκδοση για το ποσό των 3 δις. Η ζήτηση ήταν διπλή. Ήταν η πρώτη τοποθέτηση από το 2014.
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν εκτιμήσεις για περαιτέρω εκδόσεις με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018 και μέχρι τότε ο Πρωθυπουργός της χώρας, και επικεφαλής του Αριστερού Κόμματος ΣΥΡΙΖΑ θέλει να έχει επιτύχει την απεξάρτηση της χώρας από το πρόγραμμα και τους δανειστές (Eurogroup, IMF). Οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ στη συνάντησή τους την προηγούμενη Παρασκευή διαπίστωσαν ότι η Ελλάδα έχει κάνει βήματα προόδου. Η ΕΕ μάλιστα πρότεινε να απαλλάξει τη χώρα από την διαδικασία που υπάρχει για τις υπερχρεωμένες χώρες. Αυτό πρότεινε ο Ντάισελμπλουμ ως ένδειξη της προόδου της χώρας. Πρόσφατα ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν στην ομιλία του με φόντο τη φωτισμένη Ακρόπολη αναφέρθηκε στην επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να ξαναβρεί το δημοκρατικό της βήμα.
Ο Πρόεδρος κ. Καραμούζης δηλώνει «Η εξέλιξη στην Ελλάδα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση». Για πρώτη φορά φέτος, μετά από 10 χρόνια, η Ελλάδα θα εμφανίσει θετικό ρυθμό ανάπτυξης κατά 1,5% περίπου. Τα χρόνια της κρίσης χάθηκε το ¼ του ΑΕΠ. Η ανεργία έφτασε στο 27% και έπεσε στο 21,7. Για τον κ. Καραμούζη σημαντικό για την ανάκαμψη είναι ότι έπαψε να υπάρχει ο φόβος εξόδου από το Ευρώ. Ο πολιτικός κίνδυνος για GREXIT είναι ουσιαστικά ασήμαντος. Η παρούσα κυβέρνηση εργάζεται ώστε να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές. Και το κόμμα της αντιπολίτευσης που προηγείται τώρα στις δημοσκοπήσεις, δηλαδή το συντηρητικό κόμμα της ΝΔ, επιθυμεί να επιφέρει ακόμη περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές και να εντείνει το ρυθμό των ιδιωτικοποιήσεων. Το κοινό νόμισμα είναι για την ελληνική οικονομία άγκυρα (σταθερό σημείο αναφοράς) για τη σταθερότητα, και σίγουρα ως μέλη του Ευρώ είμαστε, πέραν πάσης αμφιβολίας, σε καλύτερη κατάσταση, δηλώνει ο κ. Καραμούζης.
Για τον ίδιο το θέμα είναι να πειστούν ξανά οι ιδιώτες ξένοι επενδυτές. Οι επιπτώσεις της κρίσης αποτυπώνονται και στις επενδύσεις οι οποίες από το 2007 έως το 2016 έπεσαν από το 22 στο 8% του ΑΕΠ. Το ότι η Ελλάδα παραμένει στο ευρώ είναι κρίσιμο και για τις επενδύσεις δηλώνει ο κ. Καραμούζης. Γιατί οι ξένοι επενδυτές εμπιστεύονται τη σταθερότητα του νομίσματος και τη σταθερότητα (οικονομικών) αξιών της Ευρωζώνης. « Η Γραφειοκρατία, οι ψηλοί φόροι, το αβέβαιο φορολογικό περιβάλλον, ή οι αδυναμίες και αναποτελεσματικότητες της δημόσιας διοίκησης είναι προς το παρόν οι αποτρεπτικοί παράγοντες - εμπόδια για τους νέους επενδυτές» δηλώνει. Ακόμη και η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι πρέπει να βελτιωθούν οι συνθήκες για τις επενδύσεις. Το να δρομολογηθούν επενδύσεις είναι προϋπόθεση για βιώσιμη ανάπτυξη
Στο πλαίσιο της γενικότερης ανάκαμψης βελτιώθηκε επίσης η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες για πρώτη φορά εδώ και 10 χρόνια καταγράφουν κερδοφορία, αναφέρει ο Πρόεδρος της ΕΕΤ. Πριν από δύο χρόνια, όταν ο Πρωθυπουργός κ. Τσίπρας διαφωνούσε με τους δανειστές, τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν έτοιμα να λυγίσουν. Οι μεγάλες τράπεζες της χώρας ΕΤΕ, ΑLPHA, PIRAEUS, EUROBANK εξαρτώνταν από τη ρευστότητα του Ευρωσυστήματος. «Η ρευστότητα έχει βελτιωθεί, η εξάρτηση από το Ευρωσύστημα έχει περιοριστεί στα 32 δις αναφέρει ο Πρόεδρος της ΕΕΤ, πριν από 2 χρόνια ήταν 87 δις.»
Ο ίδιος αναφέρεται περαιτέρω στα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών, που διαθέτουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη. Ωστόσο υπάρχει ένα θέμα με την ποιότητα των κεφαλαίων. Με βάση όσα αναφέρει η Moodys το μισό από τα κεφάλαια αποτελείται από τον αναβαλλόμενο φόρο, δηλαδή από υπόσχεση πληρωμής εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου σε περίπτωση κεφαλαιακής απώλειας. Ο κ. Καραμούζης τονίζει ότι το ζήτημα αυτό δεν αμφισβητείται πλέον, καθώς και σε άλλες χώρες λ.χ. Ιταλία ο αναβαλλόμενος φόρος αντιμετωπίζεται ως κεφάλαιο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ξεπερνούν τα 100 δις σε σύνολο χρηματοδοτήσεων 195 δις. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευθεί έναντι του ευρωπαίου επόπτη (SSM) να μειώσουν τα επόμενα τρία χρόνια τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κατά 40 δις. Τα μέτρα είναι ρυθμίσεις, διαγραφές, πωλήσεις, συμβάσεις διαχείρισης δανείων και ρευστοποίηση εξασφαλίσεων λέει ο κ. Καραμούζης. Κατά την εκτίμησή του το νέο νομοθετικό πλαίσιο παρέχει μεγάλη ευχέρεια στη διαχείριση του θέματος αυτού. Προς το παρόν η ζήτηση πιστώσεων στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη, δείγμα της μακράς περιόδου ύφεσης και της αδύναμης ανάκαμψης της οικονομίας.