Το ruxolitinib αποτελεί την πρώτη στοχευμένη θεραπεία που εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους ασθενείς αυτούς.
Η αληθής πολυκυτταραιμία είναι μια σπάνια αιματολογική κακοήθεια, η οποία σχετίζεται με την υπερπαραγωγή κυττάρων του αίματος, που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές, όπως θρόμβωση, εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα του μυοκαρδίου. Περίπου το 25% των ασθενών αναπτύσσουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία. Οι ασθενείς αυτοί θεωρείται πως έχουν μη ελεγχόμενη νόσο, η οποία ορίζεται ως επίπεδα αιματοκρίτη υψηλότερα από 45% και αυξημένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων και/ή αιμοπεταλίων, ενώ μπορεί να συνοδεύεται από εξαντλητικά συμπτώματα και/ή διογκωμένο σπλήνα.
«Η έγκριση του ruxolitinib από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί ελπίδα για τους ασθενείς,» δήλωσε η Δρ. Claire Harrison, ερευνήτρια και αιματολόγος στο Guy’s and St. Thomas’ NHS Foundation Trust, στο Λονδίνο. «Το ruxolitinib θα καλύψει ένα μεγάλο κενό ως η πρώτη θεραπεία που απεδείχθη ότι βελτιώνει σημαντικά τον αιματοκρίτη, θέτει υπό έλεγχο τα συμπτώματα και μειώνει το μέγεθος του σπλήνα σε ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία, οι οποίοι έχουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία.»
Η έγκριση βασίζεται σε στοιχεία από την πιλοτική Φάσης ΙΙΙ κλινική μελέτη RESPONSE, που κατέδειξαν ότι σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών που έλαβαν ruxolitinib πέτυχε το σύνθετο πρωτεύον καταληκτικό σημείο του ελέγχου του αιματοκρίτη χωρίς τη χρήση αφαίμαξης και της μείωσης του μεγέθους του σπλήνα, που αποτελούν κύριους δείκτες ελέγχου της νόσου, σε σύγκριση με την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία (21% σε σύγκριση με 1%, αντιστοίχως; p<0.0001). Στη μελέτη, παρατηρήθηκε επίσης βελτίωση κατά 50% ή περισσότερο στα σχετιζόμενα με την αληθή πολυκυτταραιμία συμπτώματα στο 49% των ασθενών που έλαβαν ruxolitinib, έναντι του 5% όσων έλαβαν την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία.
Συνολικά, οι μη-αιματολογικές ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) ήσαν συμβατές με εκείνες που είχαν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν σε άλλες μελέτες του ruxolitinib για την αληθή πολυκυτταραιμία και την μυελοΐνωση. Μέσα στις πρώτες 32 εβδομάδες θεραπείας, οι πιο συχνές αιματολογικές ΑΕ Βαθμού 3 ή 4 στο σκέλος της θεραπείας με ruxolitinib ήταν αναιμία (1,8%) και θρομβοκυτταροπενία (5,5%). Οι πιο συχνές μη-αιματολογικές ΑΕ ήταν ζάλη (15,5%), δυσκοιλιότητα (8,2%) και έρπης ζωστήρας (6,4%). Οι τρεις πιο συχνές μη-αιματολογικές εργαστηριακές ανωμαλίες (κάθε Βαθμού) ήταν η υπερχοληστερολαιμία (30%), η αυξημένη αμινοτρανσφεράση αλανίνης (22,7%) και η αυξημένη ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (20,9%), που ήταν κυρίως Βαθμού 1 και 2.
Η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφορά στα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λίχτενσταϊν. Το ruxolitinib αξιολογείται για την αντιμετώπιση της αληθούς πολυκυτταραιμίας από τις αρμόδιες ρυθμιστικές Αρχές σε επιπλέον χώρες παγκοσμίως.
Για την Πιλοτική Κλινική Μελέτη
Η RESPONSE είναι μία παγκόσμια, τυχαιοποιημένη, ανοικτή μελέτη που διεξάγεται σε περισσότερα από 90 ερευνητικά κέντρα. Έχουν ενταχθεί 222 ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία που έχουν αντοχή ή δυσανεξία στην υδροξυουρία, οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 να λαμβάνουν είτε ruxolitinib (εναρκτήρια δόση των 10 mg, δύο φορές την ημέρα) ή την καλύτερη διαθέσιμη θεραπεία, η οποία ορίσθηκε ως μονοθεραπεία επιλεγμένη από τον ερευνητή ή ως καμία θεραπεία (απλή παρακολούθηση).
Για την Αληθή Πολυκυτταραιμία
Η αληθής πολυκυτταραιμία είναι μία σπάνια αιματολογική κακοήθεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία και η οποία σχετίζεται με την παραγωγή κυττάρων αίματος στον μυελό των οστών. Προσβάλλει περίπου 1 έως 3 ανθρώπους ανά 100.000 γενικού πληθυσμού παγκοσμίως. Η νόσος άγεται από την απορρύθμιση του μονοπατιού JAK-STAT και χαρακτηρίζεται από αυξημένο αιματοκρίτη (είναι ο εκατοστιαίος όγκος των ερυθροκυττάρων στον ολικό όγκο του αίματος) που μπορεί να οδηγήσει σε πύκνωση του αίματος και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων, καθώς και από αυξημένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιαγγειακές επιπλοκές, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα του μυοκαρδίου, οδηγώντας σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Επιπλέον, οι πάσχοντες από αληθή πολυκυτταραιμία μπορεί να έχουν διογκωμένο σπλήνα και συμπτώματα τα οποία είναι συχνά και επιβαρυντικά, με μία συνολική επίπτωση στην ποιότητα της ζωής εφάμιλλη με εκείνη που παρατηρείται στη μυελοΐνωση.
Συνήθως, η αληθής πολυκυτταραιμία αντιμετωπίζεται με αφαίμαξη, μία διαδικασία κατά την οποία αφαιρείται αίμα από το σώμα για να μειωθεί η συγκέντρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκυττάρων) και να διατηρηθεί ο αιματοκρίτης σε επίπεδα κάτω του 45%. Εντούτοις, η αφαίμαξη είναι συνήθως ακατάλληλη ως μόνιμη θεραπευτική επιλογή λόγω της αδυναμίας της να ελέγξει τα συμπτώματα ή να ρυθμίσει αποτελεσματικά την υπερπαραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να προστεθούν στην αγωγή κυτταρομειωτικοί παράγοντες, όπως η υδροξυουρία. Στους ασθενείς που χρειάζονται αφαίμαξη σε συνδυασμό με υδροξυουρία, ο αιματοκρίτης μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις και να παραμένει σε επικίνδυνα επίπεδα για σημαντικά χρονικά διαστήματα. Δυστυχώς, ποσοστό περίπου 25% των ασθενών με αληθή πολυκυτταραιμία παρουσιάζει αντοχή ή δυσανεξία στη θεραπεία με υδροξυουρία, σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Δικτύου Λευχαιμίας (ELN), και, κατά συνέπεια, ανεπαρκή έλεγχο της νόσου και αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης.