Τι μαθαίνει η Αττική από τη Βόρεια Ελλάδα.
Το ΕΣΥ φαίνεται να έχει ξεπεράσει τα όριά του εδώ και καιρό, δεδομένης της υποστελέχωσης των ΜΕΘ COVID, όπως αυτή αναδεικνύεται από ανάλυση δεδομένων που δημοσιεύει το iMEdD Lab: Υποστελέχωση των υποδομών εντατικής θεραπείας για ασθενείς με COVID-19 προκύπτει ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό και στις επτά ΥΠΕ ανά τη χώρα (εξαιρουμένων των στρατιωτικών νοσοκομείων), ενώ διάφορες μονάδες, ανά την Επικράτεια, έχουν λειτουργήσει με ανεπαρκές ιατρικό προσωπικό. Τα εν λόγω συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάλυση πρωτογενών στοιχείων, από 51 ΜΕΘ COVID-19 σε 41 νοσοκομεία ανά την Ελλάδα, τα οποία η Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ) παρείχε στο iMEdD Lab.
Με το διάστημα καταγραφής τους να εκτείνεται από τις 28 Ιανουαρίου ως τις 18 Φεβρουαρίου, τα στοιχεία περιλαμβάνουν τον αριθμό κλινών ανά ΜΕΘ COVID-19 και τους αντίστοιχους αριθμούς απασχολούμενου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. Η ανάλυση του δείγματος ως προς τη στελέχωση των μονάδων έγινε με γνώμονα την ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) για τις ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργίας τμημάτων εντατικής θεραπείας, ήδη από τον Ιούνιο 2016.
Αναλυτικά το άρθρο του iMEdD Lab:Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το πρωί της Τρίτης 9 Μαρτίου 2021, ο Υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, ανακοινώνει ότι δύο ιδιωτικές κλινικές, η ΛΗΤΩ και το Ιατρικό Περιστερίου, παραχωρούνται εθελουσίως στο ΕΣΥ για τη νοσηλεία περιστατικών COVID-19, υπό τη διοίκηση της 1ης και της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ) αντίστοιχα, από την Πέμπτη 11 Μαρτίου –μία ημέρα προτού συμπληρωθεί ένας χρόνος από την καταγραφή του πρώτου νεκρού από COVID-19 στη χώρα μας.
Η συνδρομή του ιδιωτικού τομέα έρχεται σχεδόν μία εβδομάδα μετά τις έκτακτες ανακοινώσεις, στις 3 Μαρτίου 2021, από το Υπουργείο Υγείας και την Πολιτική Προστασία, στο πλαίσιο των οποίων είχε γνωστοποιηθεί ότι η πληρότητα των κλινών σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) για ασθενείς COVID-19 στην Αττική ήδη έφτανε το 90,6% –μετά το «ράλι» του συστήματος για την αύξηση των κλινών, απλών και εντατικής, για τη νοσηλεία περιστατικών COVID-19, στο λεκανοπέδιο εντός του Φεβρουαρίου. Τότε, στο πλαίσιο της ίδιας ενημέρωσης, ο Υπουργός Υγείας είχε αναφέρει: «με τους ρυθμούς νέων εισαγωγών στα νοσοκομεία μας, αντιλαμβάνεστε όλοι ότι το σύστημα υγείας ξεπερνά τα όριά του τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού».
Ως προς το τελευταίο, βέβαια, το ΕΣΥ φαίνεται να έχει ξεπεράσει τα όριά του εδώ και καιρό, δεδομένης της υποστελέχωσης των ΜΕΘ COVID, όπως αυτή αναδεικνύεται από ανάλυση δεδομένων που δημοσιεύει το iMEdD Lab: Υποστελέχωση των υποδομών εντατικής θεραπείας για ασθενείς με COVID-19 προκύπτει ως προς το νοσηλευτικό προσωπικό και στις επτά ΥΠΕ ανά τη χώρα (εξαιρουμένων των στρατιωτικών νοσοκομείων), ενώ διάφορες μονάδες, ανά την Επικράτεια, έχουν λειτουργήσει με ανεπαρκές ιατρικό προσωπικό. Τα εν λόγω συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάλυση πρωτογενών στοιχείων, από 51 ΜΕΘ COVID-19 σε 41 νοσοκομεία ανά την Ελλάδα, τα οποία η Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ) παρείχε στο iMEdD Lab. Με το διάστημα καταγραφής τους να εκτείνεται από τις 28 Ιανουαρίου ως τις 18 Φεβρουαρίου, τα στοιχεία περιλαμβάνουν τον αριθμό κλινών ανά ΜΕΘ COVID-19 (συνολικά, 504 κλίνες στις 51 ΜΕΘ μελέτης) και τους αντίστοιχους αριθμούς απασχολούμενου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού: συνολικά, 454 γιατροί και 1.481 νοσηλευτές, περιλαμβανομένων όλων όσων έχουν «επιστρατευθεί» στην εντατική θεραπεία των περιστατικών –ειδκευμένων και μη, μόνιμων, επικουρικών και άλλου έκτακτου ενισχυτικού προσωπικού.
Η ανάλυση του δείγματος ως προς τη στελέχωση των μονάδων έγινε με γνώμονα την ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) για τις ελάχιστες προϋποθέσεις λειτουργίας τμημάτων εντατικής θεραπείας, ήδη από τον Ιούνιο 2016. Μεταξύ άλλων, στην απόφαση επισημαίνεται ότι «μια ΜΕΘ πρέπει να έχει τουλάχιστον έξι κρεβάτια. Νοσοκομεία με μικρότερες των έξι κρεβατιών μονάδες, πρέπει να ενθαρρυνθούν να αναδιαρθρώσουν τις μονάδες, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα μεγαλύτερο τμήμα, με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας. Αποδεδειγμένα, σωστός αριθμός κλινών, από οικονομική και λειτουργική άποψη αλλά και από την άποψη της εμπειρίας του προσωπικού είναι οκτώ». Το απόσπασμα μας θυμίζει ό,τι έχουμε ξεχάσει σε καιρούς πανδημίας: η έννοια της «κλίνης ΜΕΘ» ως αυτοτελούς οντότητας δεν υφίσταται. Εξ ορισμού, η ΜΕΘ είναι ένα οργανωμένο, υψηλών προδιαγραφών, σύνολο κλινών.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τους ακριβείς και –επικαιροποιημένους κάθε φορά– αριθμούς κλινών, νοσηλευτών και ιατρών στις ΜΕΘ COVID-19 ανά ΥΠΕ: οι αρμόδιοι φορείς δεν έχουν, ποτέ ως σήμερα, κοινοποιήσει δεδομένα για τη στελέχωση των νοσοκομείων κατά την πανδημία, γεγονός που έρχεται να προστεθεί στην αποσπασματική, κατά περιόδους, ενημέρωση σχετικά με τις υφιστάμενες υποδομές κάθε φορά. Συγκεκριμένα, το Υπουργείο Υγείας είχε προβεί σε τακτικές ενημερώσεις σχετικά με τις διαθέσιμες και κατειλημμένες κλίνες, ανά ΥΠΕ, για περιστατικά COVID-19 μόνο το διάστημα από τις 13 ως τις 20 Νοεμβρίου 2020. Καμία συστηματική δημοσιοποίηση στοιχείων δεν έχει υπάρξει έκτοτε, ενώ, σε επαναλαμβανόμενα σχετικά αιτήματα του iMEdD Lab προς το Υπουργείο Υγείας, δεν υπήρξε απόκριση.
Για τους λόγους αυτούς, οι αναλύσεις που ακολουθούν βασίζονται στο προαναφερθέν δείγμα και παρουσιάζουν αναλογίες, δηλαδή τη σχέση κλινών-προσωπικού ανά ΜΕΘ, οι οποίες είναι περισσότερο αξιόπιστος δείκτης για τη «μεγάλη εικόνα» της στελέχωσης των ΜΕΘ COVID –η οποία, άλλωστε, μπορεί να είναι υποτιμημένη ή υπερτιμημένη ανάλογα με τα ισχύοντα κάθε φορά. Οι απόλυτοι αριθμοί θα πρέπει να διαβάζονται με εξαιρετικά μεγάλη προσοχή σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, τα δεδομένα της οποίας δεν κοινοποιούνται επαρκώς από τις Αρχές.
Από τις ΜΕΘ λείπει νοσηλευτικό προσωπικό
Τέσσερις –εκπαιδευμένοι στην εντατική και επείγουσα ιατρική– νοσηλευτές ανά κλίνη ΜΕΘ ορίζεται ως ελάχιστη προϋπόθεση λειτουργίας (ΚΕΣΥ, 2016), αλλά αυτή δεν πληρείται: η διάμεση αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ COVID-19 κινείται από δύο ως τρία άτομα σε κάθε ΥΠΕ, με εξαίρεση τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Από τις 51 υπό μελέτη ΜΕΘ COVID-19, μόνο οι 11 φαίνεται να πληρούν την παραπάνω ελάχιστη προϋπόθεση λειτουργίας. «Δυστυχώς, είναι γεγονός. Νοσηλευτές λείπουν στις μονάδες εντατικής θεραπείας», σχολιάζει η Καθηγήτρια Αναστασία Κοτανίδου, Πρόεδρος της ΕΕΕΘ και επικεφαλής τής Επιστημονικής Επιτροπής για τον σχεδιασμό νέων κλινών ΜΕΘ στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Στα στοιχεία που μας παρείχε η ΕΕΕΘ, πολλές μονάδες αναφέρουν ειδικές σημειώσεις ως προς τον αριθμό του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, που περιλαμβάνεται στο συνολικό καταγεγραμμένο μέγεθος του δυναμικού τους, αν και υπηρετεί στις ΜΕΘ COVID-19, λόγω των αναγκών, χωρίς να είναι εκπαιδευμένο στην εντατική θεραπεία (ειδικευόμενοι, μετακινηθέντες από άλλα τμήματα κ.ο.κ.).
Τέτοιο νοσηλευτικό προσωπικό, όπου αναφέρεται ρητά, δεν περιλαμβάνεται στην ανάλυση των στοιχείων που παρουσιάζεται στο παραπάνω γράφημα. Τούτου λεχθέντος, σημαντικό στοιχείο αποτελεί ότι στην 3η ΥΠΕ (Μακεδονίας), η οποία επλήγη ιδιαίτερα από την πανδημία κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «δεύτερου κύματος» τον περασμένο χειμώνα, καμία ΜΕΘ, από όσες περιλαμβάνονται στο δείγμα μας, δεν αγγίζει την ελάχιστη προϋπόθεση λειτουργίας. Ταυτόχρονα, χαρακτηριστικό είναι ότι με νοσηλευτικό προσωπικό άνω του ελαχίστου λειτουργούν κυρίως οι ΜΕΘ Παίδων και Στρατιωτικών Νοσοκομείων. Το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Παύλος» και το Γενικό Νοσοκομείο Μυτιλήνης, που φαίνεται να υπερκαλύπτουν τις ανάγκες νοσηλευτικού προσωπικού, αναφέρουν ότι σε αυτό περιλαμβάνονται νοσηλευτές οι οποίοι εργάζονται «και στις δύο ΜΕΘ, γενική και COVID» –σε «κυκλικό ωράριο», όπως σημειώνεται στο «Άγιος Παύλος».
Πάντως, η εικόνα της υποστελέχωσης δεν μεταβάλλεται, ακόμη και όταν στην ανάλυσή μας περιλαμβάνουμε το συνολικό νοσηλευτικό προσωπικό, με ή χωρίς ειδίκευση στην εντατική θεραπεία, που αντιστοιχεί στις ΜΕΘ COVID, σύμφωνα με τα στοιχεία –η διάμεση αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ συνεχίζει να ανέρχεται, σε κάθε ΥΠΕ, στα δύο ως τρία άτομα, ενώ 13 στις 51 υπό μελέτη ΜΕΘ φαίνεται λειτουργούν με το ελάχιστο απαιτούμενο προσωπικό ή άνω αυτού.
Ελλείψεις ή οριακό ιατρικό προσωπικό σε αρκετές ΜΕΘ
Ακόμη και περιλαμβάνοντας στην αναλύσεις μας το σύνολο του ιατρικού προσωπικού που δηλώνεται ότι έχει «επιστρατευθεί» και απασχολείται στις MEΘ COVID (εκτός από τους μόνιμους και επικουρικούς γιατρούς εντατικής θεραπείας, αποσπασθέντες, εξειδικευόμενοι, ειδικευόμενοι, μετακινηθέντες από άλλα τμήματα και αναισθησιολόγοι), πολλές ΜΕΘ ανά την Επικράτεια βρίσκονται αρκετά κάτω από μια ιδεατή αναλογία της τάξης του «1 προς 1» (ένας γιατρός για κάθε κλίνη) –με την αντίστοιχη διάμεση αναλογία, σε επίπεδο ΥΠΕ, να μην προκύπτει στις μισές περιφέρειες.
Σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του ΚΕΣΥ (2016), τουλάχιστον έξι γιατροί, με την απαιτούμενη εξειδίκευση για την άσκηση εντατικής θεραπείας, για οκτώ κλίνες ΜΕΘ είναι «απαραίτητοι για ασφαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της μονάδας». Για ΜΕΘ μεγαλύτερες των οκτώ κλινών, η αναλογία του αριθμού των γιατρών πρέπει να ανέρχεται σε έναν γιατρό ανά τρεις επιπλέον κλίνες. «Σε ΜΕΘ με τέσσερις έως έξι κλίνες, το ιατρικό προσωπικό δεν μπορεί να είναι λιγότερο από έξι άτομα, για λόγους εφημερίας», σημειώνεται στην ίδια απόφαση.
Με δεδομένη τη διαφορετική ελάχιστη προϋπόθεση λειτουργίας, ανάλογα με τις διαθέσιμες κλίνες, υπολογίσαμε για κάθε ΜΕΘ COVID-19 που μας έχουν παρασχεθεί στοιχεία κατά πόσο καλύπτεται η ελάχιστη απαίτηση. Και πάλι, στην ανάλυσή μας, συνεκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες σε καιρό πανδημίας, αρχικά λάβαμε υπόψη το σύνολο του ιατρικού προσωπικού που φέρεται να αντιστοιχεί σε κάθε μονάδα –ανεξαρτήτως της επιμέρους εργασιακής κατάστασης και των τυχόν μη εξειδικευμένων επαγγελματιών στην εντατική θεραπεία.
Ακόμη και έτσι, διαπιστώνεται, όμως, ότι αρκετές μονάδες (11 στις 40) έχουν λειτουργήσει ανεπαρκώς ή οριακά στελεχωμένες –ιδίως εκτός 1ης και 2ης ΥΠΕ, δηλαδή εκτός των περιφερειών που επηρεάζονται από τους πόρους του λεκανοπεδίου. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ανάλυσης, εξαιρέθηκαν από το δείγμα οκτώ ΜΕΘ, οι οποίες φέρεται να διαθέτουν λιγότερες από τέσσερις κλίνες, δηλαδή λιγότερες ακόμη και από την κατ’ εξαίρεση προτεινόμενη ελάχιστη υποδομή (ΚΕΣΥ, 2016). Πρόκειται για ΜΕΘ στα Γενικά Νοσοκομεία Μυτιλήνης, Κοζάνης (Μαμάτσειο), Ρεθύμνου, Αγίου Νικολάου, για τις ΜΕΘ Παίδων στο Ιπποκράτειο της Θεσσαλονίκης και στο πανεπιστημιακά Γενικά Νοσοκομεία Πατρών και Ηρακλείου αλλά και για ΜΕΘ στο στρατιωτικό 251 ΓΝΑ.
«Αυτή η υποδομή, για να μπορέσει να λειτουργήσει, θέλει πολύ εξειδικευμένο προσωπικό. Εάν πάρετε οποιονδήποτε γιατρό και τον βάλετε μέσα σε ΜΕΘ, είναι σαν να παίρνετε εμένα, να με βάζετε σε ένα αεροπλάνο και να μου λέτε “πέταξέ το τώρα”», λέει ο Νίκος Καπραβέλος, Τομεάρχης Εντατικής και Συντονιστής Διευθυντής Β’ ΜΕΘ στο νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, σχολιάζοντας το ζήτημα της ενίσχυσης των ΜΕΘ COVID με προσωπικό άλλων ειδικοτήτων ή εκπαιδευόμενο. Ο ίδιος ανακαλεί την εμπειρία του διαστήματος από την 1η Νοεμβρίου ως τις 15 Ιανουαρίου, οπότε η Β’ ΜΕΘ στο νοσοκομείο Παπανικολάου ήταν ανάμεσα σε όσες σήκωσαν το βάρος του σφοδρού «δεύτερου κύματος» που έπληξε τη Βόρεια Ελλάδα, και συνεχίζει σχετικά με τις αυξημένες απαιτήσεις λόγω πανδημίας: «Η ΜΕΘ COVID χρειάζεται μιάμιση φορά παραπάνω προσωπικό (σ.σ.: από το υπό κανονικές συνθήκες ελάχιστο απαιτούμενο): χρειάζεσαι διπλό προσωπικό, για να μπεις μέσα στους θαλάμους. Με αυτή τη μάσκα που φοράμε, η οποία είναι υψηλής προστασίας, μαζί με την προσωπίδα που έχουμε, με όλον αυτόν τον εξοπλισμό, δεν μπορείς να αναπνεύσεις σωστά –(σ.σ.: οι εργαζόμενοι) δεν μπορούν να δουλέψουν περισσότερες από τρεις ώρες το μέγιστο. Όταν τους δεις να βγαίνουν από τους θαλάμους, θα τους λυπηθείς. Σε εμάς υπήρχαν τέτοιες εικόνες, αλλά και στην Αθήνα θα τις δείτε τώρα, η πίεση είναι τρομακτική».
Με το βλέμμα στις πάγιες ανάγκες που υπάρχουν λόγω της πανδημίας, ο Νίκος Καπραβέλος, επίσης, σχολιάζει το ζήτημα της κάλυψης οργανικών θέσεων, γιατρών και νοσηλευτών: «Οι ελλείψεις είναι ένα χρόνιο πρόβλημα, το οποίο, όμως, τώρα που υποτίθεται ότι τα πράγματα μπαίνουν σε μια σειρά, πρέπει να αναδειχθεί στις πραγματικές διαστάσεις του. Ναι, μεν, εμείς λέγαμε ότι “θα μπούμε μέσα, θα δώσουμε τη μάχη μας, θα πεθάνουμε σαν ήρωες” και λοιπά, αλλά τώρα προκύπτουν ανάγκες οι οποίες είναι μόνιμες και κανείς πρέπει να τις δει και να τις τονίσει –η υποστελέχωση είναι τραγική».
Πράγματι, όταν η ανάλυση των στοιχείων προσαρμόζεται, ώστε να μην περιλαμβάνεται προσωπικό άλλων ειδικοτήτων, εκπαιδευόμενο, επικουρικό δυναμικό ή μετακινηθέν από άλλα τμήματα ή αποσπασθέν, οι μισές μονάδες (19 στις 40), σε όλες τις ΥΠΕ ανά τη χώρα, βρίσκονται στο «κόκκινο».
«ΜΕΘ σε ετοιμότητα», αν και υποστελεχωμένες
«Από τη στιγμή που έχουμε εξασφαλισμένες κλίνες, μόνιτορ και αναπνευστήρες (και εφεδρικά), ΜΕΘ σε ετοιμότητα σημαίνει επαρκές ιατρικό προσωπικό, το οποίο πρέπει να είναι εξειδικευμένο στην εντατική θεραπεία. Σημαίνει επαρκές νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο, επίσης, πρέπει να είναι εξειδικευμένο στην εντατική θεραπεία. Σημαίνει, επίσης, φυσικοθεραπευτές, βοηθούς θαλάμου, τραυματιοφορείς –όλα αυτά είναι το προσωπικό που χρειάζεται μια μονάδα, για να είναι σε ετοιμότητα και να λειτουργεί», εξηγεί η Καθηγήτρια Αναστασία Κοτανίδου, Πρόεδρος της ΕΕΕΘ και επικεφαλής τής Επιστημονικής Επιτροπής για τον σχεδιασμό νέων κλινών ΜΕΘ στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Στη συνέχεια, η Αναστασία Κοτανίδου αποσαφηνίζει τη σημασία της πολυδύναμης ΜΕΘ εν γένει: «Στην Ελλάδα, υπάρχει σύγχυση ως προς ορισμένα βασικά πράγματα: υπάρχουν κλίνες ΜΕΘ οι οποίες είναι κλίνες πολυδύναμης ΜΕΘ. Για να μπορεί μια μονάδα να ονομαστεί πολυδύναμη, πρέπει να υποστηρίζεται από πολλά τμήματα μέσα στο νοσοκομείο και να υποστηρίζει πολλά τμήματα: δηλαδή, εάν δεχθεί έναν πολυτραυματία, πρέπει να έχει νευροχειρουργό, θωρακοχειρουργό, καρδιοχειρουργό, ορθοπεδικό, που σημαίνει ότι το νοσοκομείο που ανήκει η ΜΕΘ πρέπει να έχει τις αντίστοιχες ειδικότητες. Φανταστείτε ότι, σε κάποια νησιά, υπάρχουν πολύ μικρά νοσοκομεία στα οποία υπάρχει ένας παθολόγος και ένας παιδίατρος, και όλες οι υπόλοιπες ειδικότητες λείπουν. Αυτά τα μικρά νησιά δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν κρεβάτια πολυδύναμης ΜΕΘ. Έχουν τη δυνατότητα να έχουν κάποια κρεβάτια, ενδεχομένως, υπό προϋποθέσεις, αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ), για να σταθεροποιήσουν τον άρρωστο, ώστε να μεταφερθεί σε μια πολυδύναμη ΜΕΘ. Αντίστοιχα προβλήματα υπάρχουν και σε ορισμένες περιοχές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το νοσοκομείο του Κιλκίς, για παράδειγμα, δεν έχει ούτε ΜΑΦ ούτε ΜΕΘ».
Στο ερώτημα εάν, ως στιγμής, είναι ικανοποιημένη από την ετοιμότητα του συστήματος, στην Αττική ή πανελλαδικά, για την αντιμετώπιση των περιστατικών COVID-19 στα νοσοκομεία, η Αναστασία Κοτανίδου απαντά στο iMEdD Lab: «Είμαι απολύτως ικανοποιημένη από την ετοιμότητα την οποία υπέδειξε το προσωπικό των ΜΕΘ. Τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, είχαμε 1.227 εισαγωγές σε ΜΕΘ πανελλαδικά. Σε αυτές τις εισαγωγές, η θνητότητα ήταν της τάξης του 35%. Δεν υπάρχει σύστημα που να μπορεί να αντέξει τέτοια πίεση –ούτε καν η εξαιρετικά οργανωμένη Γερμανία. Εμείς καταφέραμε να νοσηλεύσουμε στις ΜΕΘ 1.227 ασθενείς μέσα σε δύο μήνες και όχι μόνο αντέξαμε, αλλά είχαμε και θνητότητα της τάξης του 35%».
Η ίδια ισχυρίζεται ότι η υποστελέχωση των ΜΕΘ «για την αντιμετώπιση της πανδημίας αυτή τη στιγμή δεν σημαίνει τίποτα, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες των συναδέλφων. Οι συνάδελφοι στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία υπερβάλλουν εαυτούς, ώστε το επίπεδο φροντίδας να είναι αντίστοιχο με αυτό των κεντρικών νοσοκομείων». Στη συνέχεια, μιλώντας ειδικά για τα τελευταία, τα μεγάλα νοσοκομεία τα οποία, σε γενικές γραμμές, φαίνεται να καλύπτουν τις ανάγκες στελέχωσης η Κοτανίδου επισημαίνει: «Κάποια νοσοκομεία, όπως είναι το Αττικό, ο Ευαγγελισμός, εν μέρει το Γενικό Κρατικό Αθηνών, το Γενικό Κρατικό Πειραιώς είναι νοσοκομεία τα οποία δέχονται ό,τι περιστατικό είναι πιο βαρύ. Δηλαδή, σε αυτά τα νοσοκομεία ενδεχομένως θα δείτε εξωσωματική οξυγόνωση. Δεν θα το δείτε στα Γιαννιτσά, στις Σέρρες ή στη Δράμα. Αυτά τα περιστατικά θέλουν δυο με τρεις γιατρούς και δύο νοσηλεύτριες δίπλα τους, 24 ώρες το 24ωρο. Κατεξοχήν οι ασθενείς με COVID μπορεί να χρειαστούν εξωσωματική οξυγόνωση. Είναι πολύ βαριά η αναπνευστική ανεπάρκεια που μπορεί να προκαλέσει η νόσος και, όταν δεν έχουμε δυνατότητα να τους οξυγονώσουμε, προχωράμε σε εξωσωματική οξυγόνωση. Σε νοσοκομεία της περιφέρειας, όπως για παράδειγμα της Δράμας ή του Κιλκίς, δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι τέτοιο, διότι δεν έχουν καρδιοχειρουργικά τμήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ασθενής μεταφέρεται σε κάποιο κεντρικό νοσοκομείο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να κάνει την εξωσωματική οξυγόνωση» –σε κάποιο κεντρικό νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης ή της Θεσσαλονίκης, η οποία τον περασμένο χειμώνα, λόγω της πίεσης, «χρειάστηκε, σε χρόνο μηδέν, να μετατρέψει τα χειρουργεία σε ΜΕΘ και κάθε χώρος που είχε παροχή οξυγόνου, επίσης, χρειάστηκε να μετατραπεί σε ΜΕΘ».
Πληρότητα και θνητότητα
Όπως είναι γνωστό, ως σήμερα, η Βόρεια Ελλάδα έχει πληρώσει το πιο βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες απώλειες από την πανδημία. Μάλιστα, όπως το iMEdD Lab έχει αναδείξει, η Δράμα, η Πέλλα, η Πιερία, το Κιλκίς, οι Σέρρες, τα Γρεβενά, η Ημαθία, η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη και η Ξάνθη είναι οι δέκα περιφερειακές ενότητες της χώρας που, αναλογικά με τον πληθυσμό τους, έχουν θρηνήσει τα περισσότερα θύματα.
Αναλύοντας τα στοιχεία του πρόσφατου παρελθόντος, με τη χρήση, αφενός, των τελευταίων δεδομένων που έχουν δημοσιοποιηθεί από το Υπουργείο Υγείας (στις 20 Νοεμβρίου) για τις διαθέσιμες και κατειλημμένες κλίνες, σε ΜΕΘ και συνολικά, ανά ΥΠΕ και, αφετέρου, τη γεωγραφική κατανομή των απωλειών, από την αρχή της πανδημίας, τα οποία το iMEdD Lab δημοσίευσε στα μέσα Δεκεμβρίου, προκύπτει θετική συσχέτιση μεταξύ θανάτων και πληρότητας: σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι όσο αυξάνεται η πληρότητα των κλινών, τόσο αυξάνεται η θνησιμότητα από την πανδημία (θάνατοι/100 χιλιάδες τοπικού πληθυσμού) στην εκάστοτε περιοχή. Δυστυχώς, κορυφαία παραδείγματα αποτελούν οι 3η και 4η ΥΠΕ (Μακεδονίας και Μακεδονίας & Θράκης, αντίστοιχα), όπου τόσο η πληρότητα όσο και θνησιμότητα «χτύπησαν κόκκινο», παρά και τη, συγκριτικά με άλλες περιοχές, μεγαλύτερη διαθεσιμότητα κλινών που, όπως φάνηκε, δεν ήταν αρκετή.
«Αυτό είναι διεθνώς γνωστό (θυμηθείτε τι συνέβη στην Ιταλία): όσο πιο πλήρες είναι ένα τμήμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η θνητότητα. Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση της δουλειάς, τόσο αυξάνεται η θνητότητα», επιβεβαιώνει η Αναστασία Κοτανίδου, χωρίς να θεωρεί ότι η υποστελέχωση των ΜΕΘ σχετίζεται με τη θνητότητα, χάρη στους εργαζομένους που υπερβάλλουν εαυτούς.
Υπενθυμίζει, παράλληλα, ότι «οι θάνατοι στη Βόρεια Ελλάδα, στην πλειονότητά τους, κατά 75%, συνέβησαν εκτός ΜΕΘ» και εξηγεί ότι αυτό συνέβη, «διότι οι ασθενείς πήγαιναν πολύ αργά στο νοσοκομείο, ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση και δεν προλάβαιναν να νοσηλευθούν σε μονάδα». Μιλώντας για τη συσχέτιση θανάτων και πληρότητας των απλών κλινών, η Κοτανίδου αναφέρει ότι «εάν σε ένα νοσοκομείο, μια νοσηλεύτρια εξυπηρετεί 70 ασθενείς, είναι απολύτως φυσιολογικό να μην έχει τη δυνατότητα να παρέχει τη φροντίδα που θα παρείχε σε 20». Και, στη συνέχεια, εξηγεί: «Είναι άλλη η συνθήκη στις ΜΕΘ και άλλη στον απλό όροφο. Στη ΜΕΘ, ακόμη και σε συνθήκες υποστελέχωσης, μια νοσηλεύτρια μπορεί να έχει μέχρι τρεις ασθενείς. Στον όροφο, μια νοσηλεύτρια, μπορεί κατά περίπτωση να έχει 50, 60 ή και 70 ασθενείς. Είναι εντελώς διαφορετική η αναλογία. Χωρίς αυτό να μεταφράζεται ότι οι ΜΕΘ μπορούν να λειτουργούν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, όταν είναι συστηματικά υποστελεχωμένες. Τα περιστατικά των ΜΕΘ είναι πολύ βαριά, οι απαιτήσεις μεγάλες και τα όρια των αντοχών του προσωπικού δεν είναι ανεξάντλητα».
Το δίδαγμα της Βόρειας Ελλάδας για την Αττική
Ο Νίκος Καπραβέλος φαίνεται να επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα, ανακαλώντας τα στοιχεία από το νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη: «Το 2020 είχαμε περίπου 1.700 εισαγωγές ασθενών COVID-19 (συνολικά, σε ΜΕΘ και όροφο). Στις ΜΕΘ, είχαμε γύρω στους 240 ασθενείς και 60-70 θανάτους. Από τους υπόλοιπους, είχαμε περίπου 200 θανάτους». H σφοδρότητα του «κύματος», δηλαδή ο μεγάλος αριθμός των βαριών περιστατικών, η ηλικία τους και η έλλειψη κλινών ΜΕΘ, συνοψίζει ο Καπραβέλος, ήταν τα αίτια των απωλειών στον όροφο, εκτός ΜΕΘ.
Ο ίδιος εξηγεί: «Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας και αυτό είναι το διαφορετικό χαρακτηριστικό μεταξύ δευτέρου και τρίτου “κύματος”: oι ηλικίες ήταν πολύ μεγάλες, που σημαίνει ότι δεν είχες τη δυνατότητα να περιμένεις ούτε μία ώρα να στηρίξεις τον ασθενή, για να βρεις κενό κρεβάτι εντατικής –μεγάλες ηλικίες, γρήγορος θάνατος. Ήταν ταχύτατη η επιδείνωση. Προφανώς, έλειπαν ΜΕΘ, διότι οι ανάγκες ήταν πολύ περισσότερες από τις δυνατότητες που είχαμε. Αυτό είναι πασίγνωστο. Συνεπώς, δεν δόθηκε σε πολλούς η δυνατότητα να περάσουν από μια ΜΕΘ. Επίσης, αρκετοί βγήκαν από τη ΜΕΘ και πέθαναν στο τμήμα: ήταν τόσο βαριές οι καταστάσεις και τέτοια η πίεση η δική μας να φύγει κάποιος (σ.σ.: από τη ΜΕΘ) που ήταν λίγο καλύτερα… Δεν ήταν, όμως, οι συνθήκες τέτοιες (σ.σ.: για να πάει σε απλό κρεβάτι). Έπρεπε να πάει σε ΜΑΦ, που δεν υπάρχει στο Παπανικολάου. Μας βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι κάποια από αυτά τα περιστατικά διοχετεύτηκαν σε ιδιωτικό κέντρο που, σε συμφωνία με το κράτος, έπαιρνε τέτοια περιστατικά για αυξημένη φροντίδα. Και σώθηκαν πολλοί άνθρωποι έτσι».
Τώρα που η Αττική μπορεί να «ποντάρει» στην πορεία των εμβολιασμών και στη μικρότερη μέση ηλικία των νοσηλευομένων, ο Καπραβέλος μεταφέρει, παράλληλα, το εξής μάθημα, από τη Βόρεια Ελλάδα στην πρωτεύουσα: «να μη φτάσει στον εφιάλτη να ψάχνει για κρεβάτια εντατικής και να μην μπορεί να τα βρει, να προσέξει ακριβώς αυτή τη διακίνηση, να μη βιαστεί να βγάλει περιστατικά (σ.σ.: από τη ΜΕΘ) και να τα χάσει μετά στο τμήμα, να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί μονάδες αυξημένης φροντίδας του ιδιωτικού τομέα. Η εμπειρία μας λέει ότι θέλει πάρα πολύ προσοχή: δεν είναι μόνο η ΜΕΘ, είναι και η διαχείριση μετά την εντατική. Αυτοί οι ασθενείς μένουν μεγάλο χρονικό διάστημα (σ.σ.: στη ΜΕΘ) και ίσως βιαστούν, κάτω από την πίεση, να βγάλουν περιστατικά, και θα χαθούν άδικα».