Σε ειδική συνέντευξη τύπου παρουσιάστηκε «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2020», καθώς και τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Η συμβολή του κλάδου φαρμάκου στην ελληνική οικονομία» από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, με τη συνεργασία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος.
Στην ετήσια έκθεση «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2020» παρουσιάζονται τα κυριότερα στοιχεία, οι εξελίξεις και οι τάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, στον χώρο του φαρμάκου και της υγείας γενικότερα. Έμφαση δίνεται στις τρέχουσες προκλήσεις που ο κλάδος αντιμετωπίζει και στις προοπτικές που διαμορφώνονται στον ευρύτερο τομέα της υγείας.
Η φετινή έκθεση, αποτυπώνει τις σημαντικές προκλήσεις που δημιούργησε στην παγκόσμια κοινότητα τόσο το 2020 όσο και το 2021 η πανδημία COVID-19. Για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με τις χώρες μέλη έλαβε αποφάσεις με βραχυπρόθεσμο, αλλά και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, για την προστασία της υγείας και της ευημερίας των πολιτών της ΕΕ και για τη διάσωση ανθρώπινων ζωών. H κρίση του κορωνοϊού έχει προκαλέσει σημαντική οικονομική υποχώρηση στην ελληνική οικονομία (ύφεση -8,2%), όπως και σε άλλες ανεπτυγμένες και βιομηχανοποιημένες χώρες του κόσμου. Συγχρόνως, τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας καλούνται να επαναξιολογήσουν τη δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας.
Οι ανάγκες του πληθυσμού για δαπάνες υγείας και φαρμάκου επηρεάζονται από τις συνήθεις δημογραφικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της υγείας στη χώρα μας. Χαρακτηριστικά, η διαχρονική μείωση των γεννήσεων (κατά 41 χιλ. άτομα το 2019) και η αύξηση του γηραιότερου πληθυσμού (άνω των 65 ετών), από 22,3% του συνολικού πληθυσμού το 2020 στο 33,5% το 2060, οδηγούν σε αυξανόμενη ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση σε υγειονομική περίθαλψη και φαρμακευτική κάλυψη. Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα σε ένα περιβάλλον μακροχρόνιας ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος.
Στον τομέα των δαπανών για φαρμακευτική κάλυψη, στην Ελλάδα η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στα €3,9 δισεκ. το 2020 (εκ των οποίων μόλις τα €2,0 δισεκ. αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση). Το βάρος παραμένει στους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα με το μεγαλύτερο μέρος να το επωμίζεται ο φαρμακευτικός κλάδος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback & rebates) που καταβάλλει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη συγκράτησή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φαρμακευτική βιομηχανία συνεχίζει να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων ασθενών σε φάρμακα, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, διαθέτοντας δωρεάν πάνω από 1 στα 3 φάρμακα (36%) σε εξωνοσοκομειακό και σχεδόν 1 στα 2 φάρμακα (50%) σε νοσοκομειακό επίπεδο.
Σημαντική παραμένει η αναπτυξιακή προοπτική της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς η δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), αντιπροσωπεύει το 5% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για Ε&Α στην Ελλάδα (2017), ενώ από το 2002 μέχρι και το 2020 διεξήχθησαν 3.114 κλινικές μελέτες ανεξαρτήτου τύπου και φάσης (1.800 ολοκληρωμένες). Η παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων σε αξία το 2019 ανήλθε σε €1,4 δισεκ., ενώ η προστιθέμενη αξία στα €1,2 δισεκ. (6,6% μερίδιο στον κλάδο της μεταποίησης). Οι απασχολούμενοι στην παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων και σκευασμάτων ξεπέρασαν τα 23,3 χιλ. άτομα το 2020, με το 57,1% των απασχολούμενων να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (για το 2018). Σημαντικός είναι και ο ρόλος του φαρμακευτικού κλάδου στο συνολικό εξωτερικό εμπόριο, καθώς οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων ανήλθαν το 2020 σε €2,9 δισεκ. και αντιστοιχούν στο 9,4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών όλων των αγαθών για το 2020.
Το ΙΟΒΕ προχώρησε επίσης σε μια νέα εκτίμηση του οικονομικού αποτυπώματος του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,7 δισεκ. (3,6% του ΑΕΠ) το 2019. Έτσι, για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του φαρμάκου, δημιουργούνται άλλα €3,3 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 153 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 3,9% της συνολικής απασχόλησης). Δηλαδή, κάθε θέση εργασίας στον κλάδο του φαρμάκου υποστηρίζει άλλες 3 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης συνολικά στην οικονομία. Τέλος, η επίδραση στα φορολογικά έσοδα από τη δραστηριότητα του κλάδου φαρμάκου εκτιμάται περίπου στα €2,0 δισεκ.
Στην ομιλία του ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, σημείωσε: «Ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα. Τα σημαντικά βήματα που έγιναν την προηγούμενη περίοδο για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του κλάδου μας, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν, αφενός γιατί χρειαζόμαστε περισσότερη προβλεψιμότητα, αφετέρου διότι η λύση στα προβλήματα που ανέδειξε η πανδημία περιλαμβάνει αναμφίβολα έναν εύρωστο φαρμακευτικό κλάδο που θα είναι στυλοβάτης στη διασφάλιση της καλής δημόσιας υγείας. Η εξάλειψη των καθυστερήσεων στην είσοδο νέων φαρμάκων στη χώρα πρέπει να συνεχιστεί, ενώ είναι ακόμη πιο σημαντικό να ολοκληρωθούν σημαντικές δομικές μεταρρυθμίσεις που λιμνάζουν για χρόνια. Έχουμε καταθέσει στην κυβέρνηση από τον Ιούνιο του 2020 ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες προτάσεις που συμπυκνώνονται σε 7 πυλώνες δράσεων:
1ος: Επαναπροσδιορισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και συνυπευθυνότητα φαρμακοβιομηχανίας με την Πολιτεία.
2ος: Αύξηση αποτελεσματικότητας των δαπανών Υγείας, ολοκλήρωση μεταρρυθμίσεων, ενίσχυση ΠΦΥ.
3ος : Αναθεώρηση του μηχανισμού των υποχρεωτικών επιστροφών.
4ος : Ενίσχυση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες.
5ος: Προώθηση επενδύσεων, με την ενίσχυση των κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις και επενδύσεις σε κλινικές μελέτες, Data Centers και ενίσχυση συνεργασιών διεθνών και ελληνικών επιχειρήσεων.
6ος : Ενίσχυση εποπτείας συστήματος και αξιοποίηση ψηφιακών δυνατοτήτων.
7ος : Προώθηση κοινωνικής και ηθικής Ευθύνης.
Ο δρόμος προς το μέλλον πρέπει να στηριχτεί σε μια διμερή συμφωνία φαρμακοβιομηχανίας-πολιτείας που θα εγγυηθεί την απαιτούμενη προβλεψιμότητα και τελικά τη βιωσιμότητα του κλάδου. Τέτοιες συμφωνίες (Μνημόνια Συνεργασίας) αποτελούν ευρέως διαδεδομένη πρακτική στην Ευρώπη και διευκολύνουν τη διμερή συνεργασία. Οι δεσμεύσεις που συμπεριλήφθηκαν στο πλάνο ανάκαμψης και ανασυγκρότησης της χώρας, το οποίο πολύ πρόσφατα εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελούν ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση».