O Κωνσταντίνος Χαλκιάς, Ειδικός Παθολόγος, Διευθυντής Παθολογικού Τμήματος Αθηναϊκής Κλινικής μιλάει στο περιοδικό Healthy Today και περιγράφει τη διαφορά μεταξύ γρίπης και άλλων ιογενών συνδρόμων, τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης καθώς και το ποιοι και πότε πρέπει να εμβολιαστούν.
Πώς δημιουργούνται οι εποχικές λοιμώξεις του αναπνευστικού;
Οι εποχικές ιώσεις του αναπνευστικού προσβάλλουν το ανώτερο (μύτη, φάρυγγας, λαιμός) ή και το κατώτερο αναπνευστικό (βρόγχους, πνεύμονες). Αποτελούν την πιο συχνή αιτία νοσηρότητας στο δυτικό κόσμο και εμφανίζονται με μορφή μικρών ή μεγάλων επιδημιών, κυρίως, κατά τους χειμερινούς μήνες, αλλά και το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Για να διαλύσουμε την κοινή παρεξήγηση που επικρατεί γύρω από τη χρήση του όρου «κρυολόγημα», θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τόσο το κοινό κρυολόγημα, όσο και η γρίπη οφείλονται σε ιούς και όχι άμεσα στο «κρύο» ούτε σε παράγοντες, όπως το κάπνισμα, το στρες ή την κόπωση που αποτελούν απλά προδιαθεσικούς παράγοντες για την ανάπτυξή τους.
Ποια είναι τα συμπτώματά τους και πώς ξεχωρίζουμε το κρυολόγημα από τη γρίπη;
Υπάρχουν πάνω από 200 είδη ιών που προκαλούν εποχικές ιώσεις του αναπνευστικού με διάφορες παραλλαγές στα συμπτώματά τους, τα οποία μοιάζουν αρκετά και δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε το κοινό κρυολόγημα από τη γρίπη.
- Τα συμπτώματα ενός κοινού κρυολογήματος είναι συνήθως ελαφρύτερα και περιλαμβάνουν πονόλαιμο, ρινική συμφόρηση και καταρροή ή φτέρνισμα, βήχα, πονοκέφαλο και γενικευμένη αδυναμία/ κακουχία με χαμηλό, συνήθως, πυρετό. Διαρκούν για 3-7 ημέρες, ενώ ο βήχας, ανάλογα με την ευαισθησία μας, μπορεί να επιμένει και περισσότερο.
- Η γρίπη, η οποία μπορεί να οφείλεται σε ένα στέλεχος των συνεχώς μεταλασσόμενων, ιών της γρίπης τύπου Α ή Β, εμφανίζεται είτε με μορφή σποραδικών κρουσμάτων είτε επιδημιών. Έχει συνήθως βαρύτερα συμπτώματα με οξεία εισβολή του πυρετού, μεγαλύτερη αδυναμία, που πολλές φορές μας καθηλώνει στο κρεβάτι, μεγαλύτερο πονοκέφαλο και υψηλότερο πυρετό, καθώς και, αντίστοιχα με το κρυολόγημα, συμπτώματα από το αναπνευστικό. Μπορεί ακόμη να εκδηλωθεί με συμπτώματα από το πεπτικό, όπως πόνους στην κοιλιά, εμέτους ή διάρροια.
Πώς μεταδίδονται οι εποχικές ιώσεις του αναπνευστικού;
Οι ιώσεις αυτές μεταδίδονται με σταγονίδια από το αναπνευστικό, που εκλύονται, κυρίως, με το βήχα και το φτέρνισμα, αλλά και με την ομιλία. Αυτά μπορούν να απορροφηθούν από τους αναπνευστικούς βλεννογόνους μας (μύτη, στόμα) είτε άμεσα (μέσω του αέρα), εάν βρισκόμαστε πολύ κοντά ή σε κλειστό χώρο με πάσχον άτομο, ή μέσω μόλυνσης των χεριών μας, ιδίως αν αυτά έχουν προηγουμένως αγγίξει επιφάνειες, όπου επικάθονται σταγονίδια (όπως πόμολα ή χειρολαβές).
Πώς αντιμετωπίζονται οι εποχικές ιώσεις του αναπνευστικού;
Υπάρχουν ειδικά αντιϊκά φάρμακα μόνο για τον ιό της γρίπης, τα οποία δίνονται συνήθως σε άτομα που παρουσιάζουν πιο βαριά κλινική εικόνα ή σε ευπαθείς κατηγορίες ασθενών. Για όλες, όμως, τις περιπτώσεις θεμελιώδη ρόλο στη θεραπεία παίζει η υποστηρικτική αγωγή. Ξεκινάμε από την ανάπαυση, την αποφυγή κατανάλωσης καπνού και αλκοόλ, τη σωστή ενυδάτωση με άφθονα υγρά για ρευστοποίηση των εκκρίσεων και την καταπολέμηση των πλέον βασανιστικών συμπτωμάτων, δηλαδή:
- χορηγούμε αντιπυρετικά σε πυρετό >38 βαθμών Κελσίου (όχι ασπιρίνη σε παιδιά και νέους, προτιμούμε την παρακεταμόλη) και δίνουμε τα ίδια φάρμακα ως παυσίπονα, για την αντιμετώπιση των πόνων στο κεφάλι και στα κόκκαλα
- συνιστούμε γαργάρες με σόδα και χαμομήλι ή ειδικά αντιφλεγμονώδη υγρά για να καταπραΰνουμε τον πονόλαιμο
- εφαρμόζουμε για λίγες ημέρες ψεκαζόμενα αποσυμφορητικά για καλύτερη ρινική αναπνοή
- δεν χορηγούμε αντιβιοτικά παρά μόνο αν, μετά από επικοινωνία και εξέταση από τον γιατρό μας, θεωρηθεί ότι υπάρχει δευτερογενής επιπλοκή οφειλόμενη σε μικρόβια (όπως ωτίτιδα ή φαρυγγίτιδα ή βρογχίτιδα), καθώς τα αντιβιοτικά δεν ασκούν καμία προληπτική δράση ή επηρεασμό της πορείας της ίωσης.
Πώς μπορούμε να προλάβουμε τις εποχικές ιώσεις του αναπνευστικού;
Για την πρόληψη θα πρέπει να αποφεύγει κανείς τη στενή επαφή με πάσχοντα άτομα ή, αν απαιτηθεί αντίστοιχη επαφή, να εφαρμόζεται αναπνευστική μάσκα τόσο από τον ασθενή, όσο και από όποιον τον πλησιάζει. Πρέπει να διδαχτούμε να φτερνιζόμαστε και να φυσάμε την μύτη μας σε χαρτομάντιλα μίας χρήσης που θα πετιούνται αμέσως ή στον αγκώνα μας, με τον οποίο δεν πιάνουμε άλλες επιφάνειες για να τις μολύνουμε. Όταν πάσχουμε εμείς ή τα παιδιά μας, θα πρέπει να κρατάμε τους ασθενείς στο σπίτι μέχρι την πτώση του πυρετού (συνήθως μετά από αυτό δεν είμαστε μεταδοτικοί). Το συχνό και καλό πλύσιμο των χεριών με νερό και σαπούνι ή με αντισηπτικό υγρό, όταν το πρώτο δεν είναι εφικτό, απομακρύνει ή σκοτώνει τους ιούς.
Όποιος έχει νοσήσει από γρίπη πέρυσι, θα έχει ανοσία τη φετινή χρονιά;
Η μόλυνση από έναν ιό γρίπης μία χρονιά, προσφέρει στο άτομο κάποιου βαθμού ανοσία σε παρόμοια στελέχη του ιού της γρίπης για ένα ή περισσότερα έτη. Ο βαθμός προστασίας εξαρτάται από την κατάσταση υγείας του κάθε ατόμου. Νέα, υγιή άτομα, με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα, προστατεύονται σε υψηλότερο βαθμό σε σχέση με άτομα με πιο εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο ιός της γρίπης «αλλάζει» τόσο συχνά, που τα αντισώματα που παράγονται έναντι ενός στελέχους γρίπης μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικά έναντι άλλων στελεχών. Επιπλέον, δεν επικρατεί κάθε χρόνο το ίδιο στέλεχος γρίπης.
Ποιοι χρειάζεται και πότε πρέπει να εμβολιάζονται;
Στους ευπαθείς πληθυσμούς, όπως και στους επαγγελματίες υγείας, συστήνεται ο ετήσιος εμβολιασμός με το εμβόλιο της εποχικής γρίπης, μια και η διάρκεια προστασίας που προσφέρουν τα αντιγριπικά εμβόλια δεν ξεπερνά συνήθως ένα εξάμηνο (μία εμβολιαστική περίοδο). Επίσης, οι ιοί της γρίπης αλλάζουν συνεχώς και για το λόγο αυτό η σύνθεση του εμβολίου αλλάζει κάθε χρόνο.
Ως ευπαθείς ομάδες θεωρούνται όλα τα άτομα άνω των 60 ετών, χρόνια πάσχοντες, όπως παιδιά ή ενήλικες με άσθμα ή χρόνια βρογχίτιδα, διαβητικοί, καρδιοπαθείς, ανοσοκατασταλμένοι, αλλά και οι έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, λεχωΐδες και θηλάζουσες, καθώς και άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά <6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα.
Στους ενήλικες αρκεί να γίνεται μόνο μία δόση εμβολίου κάθε χρόνο. Μελέτες έχουν δείξει ότι επαναληπτική δόση του εμβολίου γρίπης δεν προσφέρει στη βελτίωση της ανοσίας. Στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 9 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά κατά της γρίπης, πρέπει να γίνονται δύο δόσεις εμβολίου, σε διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα η μία από την άλλη.
Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο κατά προτίμηση στο χρονικό διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου. Χρειάζονται περίπου 2 εβδομάδες από τον εμβολιασμό, ώστε ο οργανισμός να δημιουργήσει προστατευτικά αντισώματα για τη γρίπη. Παρόλο που ο καλύτερος χρόνος για εμβολιασμό είναι η περίοδος Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, μπορεί κάποιος να εμβολιαστεί και αργότερα, εάν ανήκει στις ευπαθείς ομάδες και για κάποιο λόγο δεν εμβολιάστηκε έγκαιρα.
Ποιο είναι το κατάλληλο εμβόλιο για τον καθένα;
Όταν οι ιοί της γρίπης που περιλαμβάνει το εμβόλιο είναι παρόμοιοι με τους ιούς που κυκλοφορούν τη συγκεκριμένη περίοδο, κάθε κλασικό εμβόλιο γρίπης είναι πολύ αποτελεσματικό. Από μελέτες που έχουν γίνει, έχει δειχθεί ότι προστατεύεται από τη νόσο το 70-90% των ατόμων που εμβολιάζονται.
Ωστόσο, στους ηλικιωμένους και σε αυτούς που πάσχουν από σοβαρά χρόνια νοσήματα το εμβόλιο συχνά είναι λιγότερο αποτελεσματικό, αλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις μειώνει τις εισαγωγές στο νοσοκομείο και τους θανάτους από επιπλοκές. Για το λόγο αυτό, από τη φετινή εμβολιαστική περίοδο, συνιστάται στους ηλικιωμένους, ιδίως σε όσους έχουν ηλικία 75 ετών και άνω, να εμβολιάζονται με ένα ειδικά ενισχυμένο εμβόλιο γρίπης, το οποίο αναμένεται να αυξήσει ακόμη περισσότερο την ανταπόκριση και την προστασία τους.