Το ρόλο της κλινικής έρευνας για το κοινωνικό κράτος αλλά και την οικονομία της χώρας είχε σαν κεντρικό θέμα η εκδήλωση του ΣΦΕΕ που πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Κλινικών Μελετών με τίτλο: «Κλινικές Μελέτες στην Ελλάδα: Γιατί δεν επιταχύνουμε;».
Την εκδήλωση την οποία συντόνισε ο Καθηγητής Οικονομικών Υγείας της ΕΣΔΥ, Γιάννης Κυριόπουλος τίμησαν με την παρουσία τους ο Υπουργός Υγείας, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της Κυβέρνησης η επίλυση των ζητημάτων τεχνικής φύσεως που στο παρελθόν έχουν δημιουργήσει καθυστερήσεις στο πλαίσιο των κλινικών μελετών, επισημαίνοντας την ανάγκη άμεσης υλοποίησης και επίλυσης των προβλημάτων δεδομένου ότι η Ελλάδα διαθέτει υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό, το οποίο οφείλει να αξιοποιήσει.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος του ΕΟΦ, κ. Δημήτριος Λιντζέρης αναφερόμενος στις Κλινικές Μελέτες ως εργαλείο επιστημονικής, οικονομικής και ιατρικής ανάπτυξης, απέδωσε στην ελληνική νοοτροπία την ασυνεννοησία ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς, τονίζοντας ότι λείπει ο τρόπος επίτευξης του αποτελέσματος.
Η Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας, κα Χριστίνα Παπανικολάου τόνισε μεταξύ άλλων ότι: «Η Ελλάδα διαθέτει όλα τα εχέγγυα και βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή από άποψη ακαδημαϊκής κατάρτισης των ερευνητών της, εμπειρίας των Αρχών και Επιτροπών του ΕΟΦ και της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας στην αξιολόγηση, έγκριση και παρακολούθηση των κλινικών μελετών».
Ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Κωνσταντίνος Φρουζής, στο σύντομο χαιρετισμό του υπογράμμισε ότι: «Η κλινική έρευνα δημιουργεί και προσφέρει εξειδικευμένη απασχόληση, εισάγει και ενσωματώνει στο ελληνικό αναπτυξιακό πρότυπο τη διεθνή τεχνογνωσία. Με τα κατάλληλα οικονομικά, φορολογικά και αναπτυξιακά κίνητρα, καθώς και με τη σύνδεση των Πανεπιστημίων με την έρευνα θα έχουμε εντυπωσιακές επιδόσεις. Εντούτοις, η χώρα μας παραμένει μη ανταγωνιστική στο πλαίσιο των πολυεθνικών προγραμμάτων, κυρίως λόγο των καθυστερήσεων στην έναρξη & υλοποίηση των κλινικών μελετών. Πλέον το όραμα για ετήσια έσοδα από επενδύσεις στην κλινική έρευνα της τάξης των 300 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ, μοιάζει ουτοπικό. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως το 2013 τα έσοδα δεν αυξήθηκαν σε σχέση με το «φτωχό» σε κλινική έρευνα 2012, ενώ για το 2014 από τα όσα μπορούμε να γνωρίζουμε από πλευράς εγκρίσεων, τα κεφάλαια υπολογίζονται σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα».
Κλείνοντας ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ απηύθυνε πρόσκληση συνεργασίας σε όλους τους φορείς καθώς όπως χαρακτηριστικά είπε: «Αυτό που απαιτείται είναι η στενή συνεργασία όλων των παραγόντων, ώστε να βρεθούν συναινετικές λύσεις που θα αναδείξουν το δυναμικό της χώρας και θα την καταστήσουν αξιόπιστο Ευρωπαίο εταίρο. Στόχος του ΣΦΕΕ και όλων των φαρμακευτικών εταιριών μελών του είναι η ανάδειξη της χώρας μας σε κέντρο διεξαγωγής κλινικών μελετών με διεθνή απήχηση που θα δώσει νέα πνοή και ώθηση τόσο στη Δημόσια Υγεία όσο και την Εθνική Οικονομία».
Η κα Βαρβάρα Μπαρούτσου, Συντονίστρια Επιτροπής Ιατρικών Δ/ντων, ΣΦΕΕ και Ιατρική & Επιστημονική Δ/ντρια SANOFI μιλώντας για την ανάγκη παρακολούθησης της ερευνητικής δραστηριότητας, τόνισε ότι: «Σύγχρονη Κλινική Έρευνα επιστημονικής αιχμής σημαίνει βιοιατρική πρόοδος, μείωση του κόστους και του χρόνου ανάπτυξης νέων φαρμακευτικών παραγόντων, με αποτέλεσμα οι πολίτες να έχουν άμεση πρόσβαση σε όλα τα καινοτόμα φάρμακα και να επωφελούνται, χωρίς καθυστερήσεις, από τις νέες θεραπευτικές επιλογές. Ουσιαστικά, νέα πρωτότυπα φάρμακα και νέες θεραπείες μεταφράζουν τις επιστημονικές εξελίξεις σε προαγωγή της δημόσιας υγείας, η οποία αποτελεί απαραίτητο δομικό στοιχείο, της ευημερίας και της κοινωνικής ανάπτυξης με τη συμβολή της επιστημονικής αριστείας των κλινικών ερευνητών».
Στο πλαίσιο της Εκδήλωσης ο Επιστημονικός Συνεργάτης του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της ΕΣΔΥ κ. Κώστας Αθανασάκης παρουσίασε τα αποτελέσματα της μελέτης κλινικής παρεμβατικής έρευνας των εταιρειών μελών ΣΦΕΕ με θέμα: «Αποτύπωση της κλινικής έρευνας στην Ελλάδα: νέα δεδομένα». Σύμφωνα με τη Μελέτη συγκριτικά με το 2010 υπήρξε σχετική εξομάλυνση της εγκριτικής διαδικασίας σε επίπεδο Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας και σταθερή αναλογία μεταξύ των συμμετεχόντων κέντρων από πλευράς νοσοκομείων του ΕΣΥ και Πανεπιστημιακών. Βάσει των ευρημάτων της μελέτης σε σύγκριση με το 2010 παρατηρείται μια σχετική περιστολή της ερευνητικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει από τον περιορισμό του μέσου προϋπολογισμού ανά μελέτη (296.602 € το 2010, 218.555€ το 2012), καθώς και από τον περιορισμό στον μέσο αριθμό ασθενών ανά μελέτη και των συμμετεχόντων ερευνητικών κέντρων ανά μελέτη.
Στην μελέτη συμμετείχε το σύνολο των μελών του ΣΦΕΕ (70 ελληνικές και θυγατρικές πολυεθνικών εταιρίες), από τις οποίες κατά τη διάρκεια του 2012 δραστηριοποιήθηκαν στο πεδίο των κλινικών δοκιμών το 28,57%. Ο αριθμός των εγκεκριμένων παρεμβατικών μελετών των εταιρειών μελών του ΣΦΕΕ για το 2012, παραμένει χαμηλός καθώς καταγράφεται να έχουν λάβει έγκριση μόλις 70 νέες παρεμβατικές κλινικές δοκιμές από την ΕΕΔ. Στο σύνολο οι εγκεκριμένες μελέτες (αρχικές εγκρίσεις) για τη χώρα μας το 2010 εκτιμώνται σε 120 και αντιστοίχως το 2012 ανέρχονταν περί τις 138. Ενώ ο εκτιμώμενος συνολικός αριθμός εγκεκριμένων κλινικών δοκιμών στην χώρα το 2013 υπολογίζεται σε 122 έναντι 138 το 2012, σημειώνοντας μείωση κατά 12%. Ο αριθμός αυτός πιθανότατα δεν αντικατοπτρίζει τις δυνατότητες της χώρας από πλευράς υποδομών, επιστημονικής επάρκειας και ανθρωπίνου κεφαλαίου καθώς την ίδια περίοδο ο αντίστοιχος αριθμός διενεργούμενων μελετών καταγράφεται υπερτριπλάσιος σε χώρες όπως το Βέλγιο, ενώ ακόμα και σε χώρες με χαμηλότερα επίπεδα τεχνογνωσίας, όπως η Ρουμανία οι έρευνες ξεπερνούσαν την ίδια χρονιά τις 200.
Οι κλινικές δοκιμές αποτελούν “οξυγόνο” για το ανθρώπινο κεφάλαιο και την οικονομία της χώρας καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΣΔΥ κάθε φορά που εγκρίνεται μια κλινική δοκιμή “εισάγονται” στην Ελλάδα περίπου 250.000€ και προκαλείται, σύμφωνα με τους δημοσιευμένους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, καθαρή αύξηση στο ΑΕΠ της χώρας μας, η οποία υπερβαίνει κατά πού τις 500.000€ ανά κλινική δοκιμή. Παρόλα αυτά, φαίνεται (έως το 2012 τουλάχιστον) ότι “δεν επιταχύνουμε”. Με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο και με δεδομένη τη διάθεση των φαρμακευτικών εταιρειών και δηλωμένη την πρόθεση των αρχών να συνδράμουν να επενδύσουν σε έρευνα στην Ελλάδα, η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί στην Ελλάδα δεν επιταχύνουμε;» είναι επιτακτική και μείζονος σημασίας για τη χώρα. Η αναζήτηση λύσεων αποτελεί εθνική προτεραιότητα.