Η Μαίρη Κωνσταντοπούλου, Ph.D., Post Doc C., FHSSS και Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, επιχειρεί μια συστημική προσέγγιση της προληπτικής δικηγορίας για αποτελεσματική επικοινωνία και επιχειρηματικότητα...
Προκειμένου ο σύγχρονος δικηγόρος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά σοβαρά ζητήματα, αφορούντα σε θέματα δομής, λειτουργίας και οργάνωσης μίας μονάδας υγείας αλλά και μεμονομένα των προσώπων που υπηρετούν σε αυτή, οφείλει να ακολουθήσει διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία να εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα, από την πρόληψη έως και τη δικαστική αντιμετώπιση μίας διαφοράς. Επισημαίνεται δε ότι ο σύγχρονος δικηγόρος δεν δύναται, λόγω της πολυπλοκότητας που αναπόφευκτα παρατηρείται στη λειτουργία των μονάδων υγείας, να αντιμετωπίσει τα ανακύπτοντα ζητήματα, είτε στο στάδιο της πρόληψης είτε στο στάδιο της νομικής θεραπείας, εάν ο ίδιος δεν έχει βιωματικές εμπειρίες από το χώρο της καθημερινής λειτουργίας της μονάδας υγείας.
Ο όρος μονάδα υγείας από πλευράς ιατρών εκτείνεται από ένα μονοπρόσωπο ιατρείο έως ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο και μία ιδιωτική κλινική και από πλευράς φαρμακοποιών εκτείνεται από ένα φαρμακείο έως μία μεγάλη φαρμακοβιομηχανία.
Προκειμένου, σε πρώτο στάδιο να προληφθούν αλλά και να αντιμετωπισθούν τα νομικού ενδιαφέροντος ζητήματα που ανακύπτουν στους συγκεκριμένους χώρους, έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία ο τομέας της πρόληψης διότι ο βασικός στόχος είναι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας μίας μονάδας υγείας. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία έχει η εφαρμογή συγκεκριμένων συστημικών μεθοδολογιών, όπως για παράδειγμα της συστημικής μεθοδολογίας DCSYM, η οποία τυγχάνει ευρείας εφαρμογής.
Υπό το πρίσμα της προληπτικής συμβουλευτικής δικηγορίας, αναφέρεται ότι η οργανωτική αναδιοργάνωση της μονάδας υγείας, με διεπιστημονική προσέγγιση και με ενεργή τη συμμετοχή του δικηγόρου εντός της μονάδας υγείας, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των νομικών καλύψεων ιατρών και φαρμακοποιών σε μονάδες υγείας, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και σε επίπεδο υγείας.
Δειγματοληπτικώς στον τομέα της προληπτικής δικηγορίας σε μονάδα υγείας, αναφέρουμε την κατάρτιση του κανονισμού λειτουργίας και ασφάλειας και την κατάρτιση συμβάσεων γενικών και ειδικών. Επισημαίνεται δε ότι για να επιτευχθεί η κατάρτιση ενός κανονισμού λειτουργίας και ασφάλειας με προοπτική πιστής εφαρμογής και αποτελεσματικότητας για τη μονάδα υγείας πρέπει να έχει προηγηθεί η επίτευξη ομοφωνίας ως προς αυτό και τούτο επιτυγχάνεται με συγκεκριμένες συστημικές μεθοδολογίες.
Εντός του πλαισίου της υγιούς και τελεσφόρας λειτουργίας της μονάδας υγείας αντιμετωπίζονται αντίστοιχα και οι ποινικές, οι αστικές και οι πειθαρχικές ευθύνες των ιατρών και των φαρμακοποιών αλλά αντιμετωπίζεται νομικά και το ζήτημα των ποινικών και των αστικών ευθυνών εκ σχέσεως προστήσεως σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος και ιατρικής αμέλειας σε ιδιωτικές κλινικές και σε δημόσια νοσοκομεία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία έτη παρατηρείται μία επιτεινόμενη αύξηση υποβολής εγκλήσεων και άσκησης αγωγών κυρίως κατά των ιατρών. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, κυρίως κοινωνικούς, και έχει ως αποτέλεσμα τις υψηλές ασφαλιστικές καλύψεις των ιατρών.
Πέραν τούτου όμως και υπό το πρίσμα της νομικής αντιμετωπίσεως τέτοιας φύσεως ζητημάτων είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι κανένας ιατρός ή φαρμακοποιός ή συνδεόμενος με σχέση πρόστησης με ιατρό ή φαρμακοποιό, δεν δύναται νομικά να αποποιηθεί της ευθύνης του ακόμη και εάν με οποιοδήποτε τρόπο προβεί σε σχετική δήλωση.
Οι ευθύνες των ιατρών, ποινικές, αστικές και πειθαρχικές, τελούμενες διά πράξεων ή παραλείψεών τους, εκτείνονται σε ένα ευρύτατο πεδίο εξεταζόμενες υπό το πρίσμα της αμέλειας, του ιατρικού σφάλματος, της πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων τους έως και σε εγκλήματα τελούμενα με δόλο. Ιδιαίτερη σημασία για τη νομική αντιμετώπιση των ζητημάτων κυρίως της αμέλειας και του ιατρικού σφάλματος, έχει η διερεύνηση της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και του βλαπτικού αποτελέσματος.
Οι δε αστικές ευθύνες κατηγοριοποιούνται, με ιδιαίτερη νομική σημασία κατά περίπτωση, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι αλληλένδετες με τις ποινικές ευθύνες ως απόρροια αυτών.
Εστιάζουμε δε στο γεγονός ότι η αξιολόγηση από το δικηγόρο και η νομική αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης, με τα ιδιάζοντα εξατομικευτικά στοιχεία και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη για την οποία επιζητείται ο νομικός κολασμός και εγείρονται και οι αστικές αξιώσεις, οφείλει να γίνεται με σύνεση και με γνώμονα τους κανόνες και τις αρχές του δικαίου, της γενικής και της ειδικής νομοθεσίας αλλά τηρουμένων πάντοτε και των κανόνων δεοντολογίας και ηθικής.
Εν κατακλείδει, συνοψίζοντας αναφέρουμε ότι η αντιμετώπιση ευθυνών ιατρών και φαρμακοποιών επιτυγχάνεται μέσα από οργανωμένες συστημικές δομές, με προληπτική δικηγορία σε τακτές συνεδρίες ή σε ειδικές περιπτώσεις, με νομική πρόβλεψη και αντιμετώπιση των ευθυνών ιατρών και φαρμακοποιών στον Κανονισμό Λειτουργίας και Ασφάλειας, με διαπραγματεύσεις για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών, με ασφαλιστικές καλύψεις αλλά και με δικαστική αντιμετώπιση των περιπτώσεων, όταν χρειασθεί. Πέραν τούτων, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ο Κανονισμός Λειτουργίας και Ασφάλειας αφορά σε δυναμικούς ζωτικούς οργανισμούς και ως εκ τούτου οφείλει να έχει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής και εξέλιξης και η υλοποίηση της νομικής οχύρωσης να παρακολουθείται από εσωτερικές επιθεωρήσεις βασιζόμενες σε διεθνή πρότυπα ISO, τα οποία έχουν αναπτυχθεί στη μονάδα υγείας.
Στόχος είναι η εύρυθμη και τελεσφόρα επαγγελματική λειτουργία των μονάδων υγείας συνολικά καθώς και ιδιαιτέρως των προσώπων που εργάζονται σε αυτές με απώτερο στόχο τη βελτίωση της σχέσης ασθενούς και ιατρού και ασθενούς και φαρμακοποιού, η οποία έχει πολλαπλό κοινωνικό αντίκτυπο.
Σημείωση:
Η επαγγελματική αυτή εργασία παρουσιάστηκε ως ομιλία ολομέλειας στην 7η Διημερίδα + Έκθεση “Επιχειρηματικότητα και Επικοινωνία Υγείας”, Metropolitan Expo, Αθήνα, 05 & 06 Μαρτίου 2016.