Σύμφωνα με δεδομένα της διεθνούς μελέτης CATCH (Comparison of Acute Treatment in Cancer Haemostasis) που διεξήγαγε η LEO Pharma και παρουσιάστηκαν στο 56ο Ετήσιο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH) στο San Francisco στην Καλιφόρνια, επιβεβαιώνεται ότι η τινζαπαρίνη είναι πιο αποτελεσματική από τη βαρφαρίνη για την πρόληψη της υποτροπής των φλεβικών θρομβωτικών επεισοδίων (φλεβικής θρομβοεμβολής, VTE) σε καρκινοπαθείς.
Οι καρκινοπαθείς με ιστορικό VTE, συμπεριλαμβανομένης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (DVT) ή της πνευμονικής εμβολής (PE), εμφανίζουν σημαντικό κίνδυνο υποτροπής της θρόμβωσης. Επομένως, η αποτελεσματική προληπτική αγωγή αποτελεί προτεραιότητα στον εν λόγω πληθυσμό. Σύμφωνα με τους τρέχοντες κανόνες κλινικής πρακτικής συνιστάται η χρήση σκευασμάτων ηπαρίνης μικρού μοριακού βάρους (LMWH) αντί της βαρφαρίνης, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός, όμως οι συστάσεις βασίζονται σε μία και μοναδική δοκιμή.
Δεδομένης της απουσίας μελετών επιβεβαίωσης, η χορήγηση βαρφαρίνης εξακολουθεί να είναι συνήθης αντιπηκτική αγωγή που εφαρμόζεται στους καρκινοπαθείς. Προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα προηγούμενα ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία οι LMWH είναι πιο αποτελεσματικές από τη βαρφαρίνη για την πρόληψη της υποτροπιάζουσας VTE στους καρκινοπαθείς, η LEO Pharma διεξήγαγε τη μελέτη CATCH.
Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της, στο συνέδριο της ASH, η Δρ. Agnes Lee, MD, του University of British Columbia και του Vancouver Coastal Health του Καναδά, κύρια ερευνήτρια της μελέτης CATCH, σχολίασε: «Ως η μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή για τη θεραπεία της θρόμβωσης σε καρκινοπαθείς, η παρούσα μελέτη ενισχύει τις κλινικές οδηγίες που υποστηρίζουν τη χρήση ηπαρινών μικρού μοριακού βάρους αντί της βαρφαρίνης για την πρόληψη της υποτροπής των θρομβώσεων σε αυτούς τους ασθενείς. Επίσης, τα αποτελέσματά μας παρέχουν την πρώτη ένδειξη για δευτερεύοντες παράγοντες που μπορεί να ληφθούν υπόψη με στόχο την πρόληψη των θρομβώσεων σε αυτόν τον πληθυσμό υψηλού κινδύνου, όπως η ταυτοποίηση βιολογικών δεικτών και άλλων παραμέτρων μιας και ενδέχεται να απαιτείται πιο επιθετική αγωγή σε ορισμένους ασθενείς.»
Κατά την περίοδο της αγωγής, 6,9% των ασθενών που έλαβαν τινζαπαρίνη εμφάνισαν υποτροπή της VTE, σε σύγκριση με 10% των ασθενών που έλαβαν βαρφαρίνη. Η τινζαπαρίνη δεν εμφάνισε στατιστικά σημαντική μείωση της υποτροπής της VTE, ωστόσο, εμφάνισε στατιστικά σημαντική δράση στη μείωση της DVT σε φλέβες άνω του γόνατος (σοβαρότερες/εγγύς DVT). Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν διαφορές στη θνησιμότητα ή στην επίπτωση μειζόνων αιμορραγικών επεισοδίων (2,9% στο σκέλος της τινζαπαρίνης και 2,7% στο σκέλος της βαρφαρίνης), διαπίστωσαν όμως ότι σημαντικά λιγότεροι ασθενείς εμφάνισαν ήσσονος κλινικής σημασίας μικρότερες αιμορραγίες με την τινζαπαρίνη παρά με τη βαρφαρίνη (11% έναντι 16%).