Την έντονη αντίθεσή του για την ασκούμενη πολιτική στον χώρο της Υγείας και τη διαμαρτυρία του για την ψήφιση του νομοσχεδίου για την οργάνωση του χρόνου λειτουργίας των νοσοκομειακών ιατρών, με κατεπείγουσα διαδικασία, εκφράζει το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, το οποίο συνεδρίασε στις 10 Νοεμβρίου 2017.
Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Π.Ι.Σ., όπου συζητήθηκαν τα φλέγοντα θέματα στον τομέα της Υγείας, τονίστηκαν τα ακόλουθα:
"Η κατεπείγουσα διαδικασία και ψήφισή του είχε στόχο την αποφυγή βαρύτατου προστίμου από την Ε.Ε. Όμως εάν η εφαρμογή της Οδηγίας που μειώνει το χρόνο εργασίας δεν συνδυαστεί με αύξηση της χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας και μαζικές προσλήψεις, τότε δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να βελτιώσει τη λειτουργία των Νοσοκομείων, αλλά πιθανόν θα επιφέρει και επιδείνωση της λειτουργίας τους.
Ιδιαίτερα τα Νοσοκομεία των Νησιωτικών, Ακριτικών και δυσπρόσιτων περιοχών έχουν ανάγκη ιδιαίτερης ενίσχυσης σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους προκειμένου να επιτελέσουν το ρόλο τους, ο οποίος στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει και ρόλο εθνικό.
Μόνη λύση στήριξης των Νοσοκομειακών Ιατρών είναι οι μαζικές προσλήψεις 6.000 γιατρών, ώστε αξιοποιώντας όλο το ιατρικό προσωπικό να μη θρηνούμε θύματα, ενώ η αύξηση των δαπανών για την υγεία, πρέπει να αποτελεί πρωταρχική στόχευση, καθόσον αποτελεί προϋπόθεση στελέχωσης και βελτίωσης των υποδομών.
Ο ιατρικός κόσμος σε απόγνωση παρακολουθεί με αμηχανία την κατάσταση αυτή, αδυνατώντας να εργαστεί με τους όρους που επιβάλλονται.
Όσον αφορά τα φαινόμενα διαφθοράς στο χώρο της υγείας, τα οποία επικαλούνται συνεχώς οι Υπουργοί Υγείας τα τελευταία χρόνια, όσο και εάν υπάρχουν γκρίζες ζώνες, είναι δικαιολογία της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Δεν έχει δικαίωμα κανένας Υπουργός Υγείας, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία με προχειρότητα να ομιλεί «για φακελάκια σε ποσοστό 80%», γιατί το κλίμα το οποίο δημιουργείται στη κοινωνία προκαλεί διάρρηξη σχέσης ιατρού-ασθενή, αλλά και εμπιστοσύνης γενικότερα στον ιατρικό κόσμο.
Όταν μάλιστα αυτά λέγονται από τον Αναπληρωτή Υπουργό Υγείας ο οποίος είναι και ιατρός, έχουν βαρύ κοινωνικό αντίκτυπο και ο ιατρικός κόσμος όχι μόνο καταδικάζει αυτή τη πρακτική, αλλά καλεί να σταματήσει αυτή η ακρότητα που μόνο ζημία προκαλεί σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και του ιατρικού κόσμου ειδικότερα.
Οι αποδοχές των Νοσοκομειακών ιατρών είναι απαράδεκτα χαμηλές, με ευθύνη της ασκούμενης πολιτικής, όμως η πλειονότητα των γιατρών εργάζεται εξαντλητικά χωρίς να καταφεύγει σε φαινόμενα χρηματισμού, γι αυτό είναι καλλίτερο να σιωπά κανείς, εκτός εάν αποδεδειγμένα διαπιστώνονται φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία πρέπει αμέσως να πατάσσονται από τα θεσμικά όργανα της πολιτείας.
Καταδικάζουμε λοιπόν τα φαινόμενα διασυρμού του ιατρικού κόσμου και θα πρέπει με σοβαρότητα έκαστος πολιτικός λειτουργός, να ασκεί το ρόλο του.
Σε ό,τι αφορά τον ΕΟΠΥΥ, έχουμε κατ’ επανάληψη θέσει τις προτάσεις μας. Αναμένουμε να διορθωθούν τα λάθη και μετά από τα τόσα χρόνια καθυστέρησης ανακοίνωσης του clawback και rebate οι 120 δόσεις είναι αναγκαία προϋπόθεση για να μην οδηγηθούμε σε μαζικό κλείσιμο των διαγνωστικών εργαστηρίων, που θα επιφέρει βαρύ πλήγμα στη περίθαλψη κάθε ασφαλισμένου".
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος με υπευθυνότητα «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» και αναμένει λύσεις που θα κρατήσουν όρθιο το Σύστημα Υγείας.